ποταπός
English (LSJ)
A v. ποδαπός.
German (Pape)
[Seite 688] adv. ποταπῶς, s. ποδαπός.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰπός: -ή, -όν, ἰδὲ ἐν λ. ποδαπός.
English (Strong)
apparently from πότε and the base of ποῦ; interrogatively, whatever, i.e. of what possible sort: what (manner of).
English (Thayer)
(in Dionysius Halicarnassus, Josephus, Philo, others) for the older ποδαπός (cf. Lob. Phryn., p. 56f; Rutherford, New Phryn., p. 129; Winer s Grammar, 24; Curtius, p. 537,5th edition); according to the Greek grammarians equivalent to ἐκ ποίου δαπεδου, from what region; according to the conjecture of others equivalent to ποῦ ἀπό (Buttmann, Lexil. 1:126, compares the German wovon)), the delta δ' being inserted for the sake of euphony, as in the Latin prodire, prodesse; cf. Fritzsche on Mark , p. 554 f (still others regard (δαπος merely as an ending; cf. Apollonius Dyscolus, Buttmann's edition, the index under the word)), ποταπή, ποταπον;
1. from what country, race, or tribe? so from Aeschylus down.
2. from Demosth. down also equivalent to ποῖος, of what sort or quality? (what manner of?): absolutely of persons, 1 John 3:1.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και εύκολα έλαβε στη συνέχεια μειωτική σημ. για αναξιόλογη ποιότητα ή ποσότητα].