προκαλώ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
προκαλῶ, -έω, Ν Μ Α καλώ
καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. ερεθίζω, διεγείρω («τον προκαλούσε με τα καμώματά της»)
2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α. «μού προκαλεί οίκτο και συμπάθεια η δυστυχία του» β. «κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα προκλήθηκαν σοβαρά επεισόδια»)
μσν.
καλώ εκ τών προτέρων, ονομάζω
αρχ.
1. καλώ κάποιον μπροστά
2. προσκαλώ κάποιον σε φιλική συνάντηση, όπως σε ποτό ή δείπνο
3. προτρέπω κάποιον να πράξει κάτι («προκαλούμεθα ὑμᾱς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι», Θουκ.)
4. προτείνω, προσφέρω («τὰς σπονδὰς προκαλοῡνται», Αριστοφ.)
5. (αττ. δίκ.) α) εγκαλώ κάποιον στο δικαστήριο
β) προσφέρομαι να διευκολύνω την υπόθεση με βασανισμό δούλων ή με διορισμό απαραίτητων διαιτητών ή καλώ τον αντίδικό μου να διευκολύνει εκείνος την υπόθεση
6. μέσ. προκαλοῡμαι, -έομαι
α) καλώ κάποιον σε αγώνα
β) προσκαλώ κάποιον εκ τών προτέρων, παρακινώ, προτρέπω («Λακεδαιμόνιοι δὲ ὑμᾱς προκαλοῡνται ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου», Θουκ.)
γ) απευθύνομαι σε κάποιον για κάτι, επικαλούμαι
8. παροιμ. φρ. «ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εις λόγους προκαλούμενος» — λεγόταν για άνθρωπο που προκαλεί κάποιον άλλο σε ό,τι ακριβώς εκείνος υπερέχει (Πλάτ.).