ῥῖγος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῖγος Medium diacritics: ῥῖγος Low diacritics: ρίγος Capitals: ΡΙΓΟΣ
Transliteration A: rhîgos Transliteration B: rhigos Transliteration C: rigos Beta Code: r(i=gos

English (LSJ)

εος, τό,

   A frost, cold, Od.5.472, Hdt.6.44, etc.; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Pl.Euthphr.4d; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος X.Cyr.6.1.15: pl., ῥίγη καὶ θάλπη Id.Oec.7.23.    2 shivering, Pl.Ti.62b; shivering fit, as in ague, Hp.VM16, Aph.4.29, BGU956.2 (iii A.D.); ῥ. πυρετώδη Hp.Fract.34.

German (Pape)

[Seite 842] τό, 1) frigus, Frost, Kälte; Od. 5, 472; ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους, Plat. Euthyphr. 4 d, u. öfter; λιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος, Xen. Cyr. 6, 1, 16; Folgde; bes. Erstarren vor Frost, Frostschauer, Plat. Tim. 62 b; auch Fieberschauer, Sp. – 2) übrtr., das Schaudern, Entsetzen, Verabscheuen. – [Die Accentuation ῥίγος ist falsch, da ι lang ist.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖγος: -εος, τό, (ἴδε ῥιγέω) ψῦχος, παγετός, Ὀδ. Ε. 472, Ἡρόδ. 6. 44, καὶ Ἀττ.˙ ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους Πλάτ. Εὐθύφρων 4Dλιμῷ καὶ ῥίγει μαχόμενος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 14˙ πληθ., ῥίγη καὶ θάλπη ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7, 23. 2) τὸ τρέμειν ἐκ τοῦ ψύχους, Πλάτ. Τίμ. 62Β˙ ὡσαύτως, τὸ μετὰ τοῦ πυρετοῦ ῥῖγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀφορ. 1250˙ ῥιγέα πυρετώδη ὁ αὐτ. ἐν Ἀγμ. 774.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
froid, gelée.
Étymologie: p. *Ϝρῖγος ; cf. lat. frigus.

English (Autenrieth)

εος (cf. frigus): cold, Od. 5.472†.

Greek Monolingual

το / ῥῑγος, ΝΜΑ
ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή εμπύρετων νόσων, όπως είναι οι λοιμώξεις, η πνευμονία, η γρίππη κ.ά. («ῥίγη πυρετώδη», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
μτφ. ανατρίχιασμα του σώματος που προκαλείται από έντονο συναίσθημα («ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.)
αρχ.
ψύχος, κρύο, παγετός («ὑπὸ λιμοῡ καὶ ῥίγους... ἀποθνήσκει», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ζεύγος ῥῖγος: ἔρριγα (πρβλ. γῆθος: γέγηθα) ανάγεται σε ΙΕ srig- «κρύο, ψύχος» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα λατ. frigus «ρίγος, ψύχος»: frigeo].