ὑπεξέρχομαι
ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—
A go out from under: go out secretly, withdraw, retire, Th.8.70; Μέγαράδε, Ἀθήναζε, And.1.15, D.59.103; πόλεως Plu.Publ.7; ὑ. λέγοντος slip away from... Pl.Tht.182d: rarely c. acc. pers., withdraw from, escape from, Th.3.34: c. acc. rei, νόσῳ ὑ. τὸν βίον App.Reg.2: also c. dat., keep out of one's way, avoid, Pl. Lg.865e; give up one's right to, τισι D.37.7. 2 rise up and quit one's domicile, emigrate, ἐς . . Hdt.1.73, 8.36. II go out to meet, Id.1.176 (leg. ἐπεξ-). III Medic., to be discharged from the bowel, Archig. ap. Aët.9.28.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἔρχομαι), darunter herausgehen, heimlich weggehen, ὑπεξῆλθ' Ἀντιγόνη στρατοῦ δίχα Eur. Phoen. 1474; – übh. wegziehen, von auswandernden Völkern, Her. 1, 73; Μέγαράδε Andoc. 1, 15; – τινά, von Jemandem, Thuc. 3, 34 u. öfter; – entwischen, εἴπερ ἀεὶ λέγοντος ὑπεξέρχεται, Plat. Theaet. 182 d, u. öfter; Dem.; Sp., wie Luc. Tox. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξέρχομαι: ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι κάτωθέν τινος· ἐξέρχομαι κρυφίως, ἀποσύρομαι ἀπομακρύνομαι, Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, ἐκφεύγω, Θουκ. 3 34· πρβλ. ὑπεξίστημι ΙΙ. 2· - ὡσαύτως μετὰ δοτ., μένω μακράν τινος, ἀποφεύγω τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ ἐγκαταλείπω τὴν κατοικία μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
French (Bailly abrégé)
1 se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;
2 en gén. émigrer;
3 sortir pour rencontrer.
Étymologie: ὑπό, ἐξέρχομαι.
Greek Monolingual
Α ἐξέρχομαι
1. απομακρύνομαι κρυφά, φεύγω με επιτήδειο τρόπο («εἰδότες ὅτι ὤφθησαν εὐθὺς ὑπεξῆλθον», Θουκ.)
2. (σπάν. με αιτ.) ξεφεύγω από κάποιον
3. αποφεύγω κάτι
4. μετοικίζω («οἱ δὲ ἐς Ἄμφισσαν τὴν Λοκρίδαν ὑπεξῆλθον», Ηρόδ.)
5. εξέρχομαι για να συναντήσω κάποιον
6. υφίσταμαι κένωση του εντερικού σωλήνα.