ανάπτω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
Greek Monolingual
(Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω)
για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω
αρχ.
1. αναρτώ, κρεμώ
2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω
3. δένω, προσδένω, συνδέω
4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω
5. βάζω φωτιά, ανάβω, πυροδοτώ
6. (αμτβ.) ανάβω, παίρνω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάπτω < αν(α)- + άπτω. Ο τ. ανάβω, μεταπλασμένος τ. ενεστώτα < άναψα, νεώτ. αόριστος του ανάπτω (πρβλ. έθλιψα-θλίβω, έτριψα-τρίβω κ.ά.).
ΠΑΡ. άναμμα, αναπτός
αρχ.
ανάπτης, άναψις
νεοελλ.
αναπτήρας.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναβοσβήνω, μισοανάβω].