Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλίσκομαι

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

ἁλίσκομαι (Α)
ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει»)
1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια του εχθρού
2. (για ζώα) πιάνομαι σε κυνήγι
3. κατανικώμαι, καταβάλλομαι
4. (με καλή σημ.) κερδίζομαι, κατορθώνομαι
5. κυριεύομαι από ερωτικό ή άλλο πάθος, δαμάζομαι
6. συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω, πιάνομαι τη στιγμή που κάνω κάτι, αποδεικνύομαι ως δράστης
7. (ως αττ. δικαν. όρος) κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι.
8. φρ. «ἁλίσκομαι θανάτῳ», πεθαίνω
«ἁλίσκομαι θανάτου», καταδικάζομαι σε θάνατο
«ἁλοῡσα δίκη», καταδίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτικό παθητικό ρ., του οποίου ο αντίστοιχος ενεργητικός τ. (ἁλίσκω) είναι μεταγενέστερος και πολύ σπάνιος. Το ομηρικό μέτρο, καθώς και ορισμένοι διαλεκτικοί τ. (πρβλ. θεσσαλ. Fαλίσσκεται και αρκαδ. Fαλόντοις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού F στο θ. του ρήματος. Η δάσυνση του ρημ. μπορεί να οφείλεται σε επίδραση τών τ. αἱρῶ και εἷλον, ενώ το πρόσφυμα -ισκ-, με το οποίο σχηματίζεται (Fαλ-ίσκ-ομαι), δηλώνει συνήθως ολοκλήρωση της ρηματικής ενέργειας. Ετυμολογικά το ρ. είναι συγγενές με την λ. εἵλωτες (< εFελωτες), τον τ. εἷλον (< εFελον, βλ. αἱρῶ), το γοτθ. wilwan «αρπάζω, λαφυραγωγώ)», πιθ. με το λατ. vello «ξεριζώνω, μαδώ» και συνδέεται συνήθως με την IE ρ. sel- / swel- «παίρνω, αρπάζω». Ο μέλλοντας (ἁλώσομαι), αόριστος (ἑάλων) και παρακείμενος (ἑάλωκα) του ρήματος σχηματίζονται με θεματικό φωνήεν -ω- αντί του συνήθους -η-. Ο τ. του αορίστου ἑάλων προήλθε από αρχικό τ. -Fӑ -λων (το αρκτικό -- χρονική αύξηση) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F (ӑ - λων) και αντιμεταχώρηση (ἑάλων)
η δάσυνση του τ. αναλογικά προς τον ενεστώτα.
ΠΑΡ. ἅλωσις αρχ. ἁλωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνθαλίσκομαι, ἐναλίσκομαι, παραλίσκομαι, προσαλίσκομαι.