ἀδυνατέω
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
of persons,
A to be ἀδύνατος, lack strength, Epich.266, Arist.Somn.Vig.454a27: c. inf., to be unable to do, Hp.de Arte7, Pl.R. 366d, X.Mem.1.2.23, Arist.EN1165b22, Pol.1287b17, etc. II of things, to be impossible, LXX Jb.10.13, Phld.Ir.p.98 W., Ev.Matt.17.20, Ev.Luc.1.37, Ps.-Callisth.3.26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνᾰτέω: ἐπὶ προσώπων: εἶμαι ἀδύνατος, δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι ἀνίκανος νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être impuissant, être incapable de.
Étymologie: ἀδύνατος.
Spanish (DGE)
1 tener debilidad, no tener fuerza de pers., Hp.Morb.3.5, Arist.Somn.Vig.454a27, ἐν τῷ γήρᾳ Arist.Oec.1343b23, ὑπὸ κόπου καὶ τῶν τραυμάτων Plb.16.33.4, c. dat. τοῖς ὀφθαλμοῖς PEnteux.26.3 (III a.C.), ταῖς χερσίν LXX Le.25.35, fig., de un arma, Plb.16.33.3.
2 no poder, no tener poder μήτ' αἰσχύνωμαι ἀδυνατῶν παρὰ σοί que no me avergüence de no tener ninguna influencia sobre ti X.HG 3.4.9, ψυχή Plot.2.1.5
•ser incapaz c. ac. de rel. ἀδυνατεῖ οὐδὲν θεός nada es imposible para la divinidad Epich.255
•c. inf. no poder, ser incapaz de καρτερεῖν Hp.de Arte 7, αὐτὸ δρᾶν Pl.R.366d, ἐπισπέσθαι Pl.Phdr.248c, cf. X.Mem.1.2.23, τὰς προειρημένας αἰτίας ἀπολύσασθαι Aeschin.2.2, ἀνασῶσαι Arist.EN 1165b22, διορίζειν Arist.Pol.1287b17, γεωργεῖν UPZ 110.13 (II a.C.), ἑαυτῶ βοηθῆσαι LXX Sap.13.16, c. inf. en constr. pers. οὔτε γὰρ ἀποστάσεις ἀδυνατοῦσι ἐν τῷ περιέχοντι γίνεσθαι τοιαῦται Epicur.Ep.[2] 46, cf. Epicur.Ep.[3] 99
•en constr. impers. ser imposible c. dat. ἀδυνατεῖ σοι οὐδέν LXX Ib.10.13, cf. Eu.Matt.17.20, Eu.Luc.1.37.
3 no poder, carecer de recursos, ID 1416B.2.54, cf. 1.80 (II a.C.).
English (Abbott-Smith)
ἀδυνατέω, -ῶ (< ἀδύνατος), [in LXX: De 17:8, Za 8:6 (פּלא ni.), Jb 42:2 (בּצר ni.), al. ;]
1.Abbott-Smith omits this number to be unable (cl., Philo; π., v. MM, VGT, s.v.).
2.In LXX and NT (Kennedy, Sources, 124; Hatch, Essays, 4; Field, Notes, 46 f.), to be impossible: Mt 17:20, Lk 1:37. †
English (Strong)
from ἀδύνατος; to be unable, i.e. (passively) impossible: be impossible.
English (Thayer)
(ῶ: future ἀδυνατήσω; (ἀδύνατος);
a. not to have strength, to be weak; always so of persons in classic Greek
b. a thing ἀδυνατεῖ, cannot be done, is impossible; so only in the Sept. and N. T.: οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ (τοῦ Θεοῦ L marginal reading T Tr WH) πᾶν ῤῆμα, Sept. παρά, I.
b. cf. Field, Otium Norv. pars iii. at the passage); οὐδέν ἀδυνατήσει ὑμῖν, Job 42:2).
Greek Monotonic
ἀδῠνᾰτέω: μέλ. -ήσω·
I. λέγεται για πρόσωπα, δεν έχω δύναμη, σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., είμαι ανίκανος να κάνω κάτι, δεν δύναμαι, δεν μπορώ, σε Ξεν.
II. επίσης λέγεται για πράγματα, κάτι είναι αδύνατο, ακατόρθωτο, ανέφικτο, σε Καινή Διαθήκη