ἀμοιβαῖος
English (LSJ)
ον, also α, ον,
A giving like for like, retributive, δεῖπνα Pi.O.1.39; retributive, νέμεσις, φόνος, AP10.123 (Aesop.), Opp.C.2.485. Adv. -ως alternately, Luc.Am.9. II interchanging, reciprocal, Emp.30.3; ἀ. βιβλία interchanged letters, Hdt.6.4; ἀ. χάρις exchange of favours, A.R.3.82 (but ἀ. εὐνή ambiguous (half-human, half-animal), 2.1241):—τὰ ἀ. dialogue in Trag., Pl.R.394b; of the responsion of choric odes, Plu.Pomp.48; ἀ. ἀοιδά Theoc.8.31, cf. Il. 1.604; answering as in dialogue, Sch.Ar.Pl.253,487.
German (Pape)
[Seite 127] α, ον (-βή), abwechselnd, wechselseitig, δεῖπνα Pind. Ol. 1, 39; βιβλία, gewechselte Briefe, Her. 6, 4; τὰ ἀμ., Wechselgespräche, Plat. Rep. III, 394 b; vom Wechselgesang, χορὸς εἰς τὰ ἀμ. συγκεκροτημένος Plut. Pomp. 48; ἀοιδή Theocr. 8, 31; aber Νέμεσις, vergeltend, Aesop. ep. (X, 123), wie χάριτεσβαῖαι Leon. Tar. 98 (VII, 657); sp. D. oft. – Adv. -βαίως, Luc. Amor. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβαῖος: -ον, ἀνταλλακτικός, ἐναλλὰξ γινόμενος, ἢ ἀνταποδιδόμενος, ὁ ἀμοιβαδὸν γινόμενος, δεῖπνα Πινδ. Ο. 1 63· νέμεσις, φόνος, Ἀνθ. Π. 10. 123, Ὀππ. Κ. 2. 485: ― Ἐπίρρ. -ως, εἰς ἀνταπόδοσιν, Λουκ. Ἔρωτ. 9. ΙΙ. ὁ εἰς ἐναλλαγὴν γιγνόμενος, ἀνταλλασσόμενος, ἀμοιβαῖος, Ἐμπεδ. 179· ἀμοιβαῖα βιβλία, ἀνταλλασσόμεναι ἐπιστολαί, Ἡρόδ. 6. 4· ἀμ. χάρις, χάρις ἀντὶ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 82: ― τὰ ἀμοιβαῖα, ὁ διάλογος ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, Πλάτ. Πολ. 394Β· τὰ ἀμοιβαῖα, στίχοι ὑπὸ δύο ἐναλλὰξ ψαλλόμενοι, ὁ εἷς ὡς ἀπόκρισις εἰς τὸν ἕτερον, carmen amoebaeum, Πλουτ. Πομπ. 48· οὕτως ἀμοιβαία ἀοιδὰ Θεόκρ. 8. 31, πρβλ. Ἰλ. Α. 604: ― ἀπόκρισις ὡς ἐν διαλόγῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 253. 487.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a lieu en retour, en échange, en compensation : ἀμοιβαῖα βιβλία HDT lettres qu’on échange;
2 qui se répond, alternatif.
Étymologie: ἀμοιβή.
English (Slater)
ᾰμοιβαῑος
1 given in return ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (O. 1.39)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. jón. -ίη A.R.3.82, AP 10.123, Triph.477
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dat. plu. ἀμοιβαίῃσι Q.S.6.177]
I 1que cambia, alternativo (χρόνος) ὅς σφιν ἀμοιβαῖος ... ἐλήλαται Emp.B 30.3, ἦν τις ἀγὼν συμφωνίας ἀ. αὐλοῦ καὶ ῥυθμοῦ Semus 11, ἀστὸς ἀμοιβαίων πολίων Nonn.D.3.297, ποσσὶν ἀμοιβαίοισιν ὀπίστερον ὤθεεν ὕδωρ Nonn.D.7.189, ἀ. σῆμα Man.6.388
•ἀ. χάρις un favor a cambio A.R.3.82, ἀμοιβαίων δὲ τυράννων κράατα μετρήσασα que ha medido las cabezas de los sucesivos tiranos, AP 4.3.55 (Agath.), ἄλλα μὲν ἵππῳ ἄλλα θεῷ ἀτάλαντον ἀμοιβαίῃ τέκεν εὐνῇ lo parió en un parto de doble forma, semejante en parte a un caballo, en parte a un dios A.R.2.1241
•fem. plu. subst. turnos νῆας ἀμοιβαίῃσι φυλασσέμεν guardar las naves por turnos Q.S.6.177.
2 que se intercambia, recíproco, mutuo ἀλλήλους δ' ὀλέκουσιν ἀμοιβαίοισι φόνοισι Opp.C.2.485
•de cartas en respuesta τὰ δὲ ἀμοιβαῖα ... ἑωυτῷ δοῦναι Hdt.6.4.
3 que paga, retributivo ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων Pi.O.1.39, εἰσὶν ἀμοιβαῖαι κἀν φθιμένοις χάριτες AP 7.657 (Leon.), ἀμοιβαίην ἐκδέχεται νέμεσιν AP 10.123, τοιαῦτ' ἐστὶ τούτων τὰ ἀμοιβαῖα Aristid.1.470, cf. ἀμοιβαία ἔκτισις· ἀνταπόδοσις· ἢ ἐκ διαδοχῆς ὁμοία Sud., cf. AB 387, Phot.p.93R.
II en dif. géneros literarios.
1 amebeo del canto en el que dos partes se enfrentan y contestan εἶτα δ' ἀμοιβαίαν ὑπελάμβανε Δάφνις ἀοιδάν Theoc.8.31
•subst. δι' ἀμοιβαίων οἱ παῖδες ἄεισαν Theoc.8.61.
2 que responde, propio de la responsión gener. λόγων ἀμοιβαίων ἐνάρχεται Luc.Am.30, ἀμοιβαίην ἀνεβάλλετο γῆρυν ἀνοίξας Triph.477
•esp. de la responsión coral οἱ δ' ὥσπερ χορὸς εἰς ἀμοιβαῖα συγκεκροτημένος Plu.Pomp.48, ᾀδομένων δὲ τῶν ἑξῆς ἀμοιβαίων πρὸς τὸν χορόν Plu.Crass.33, εἴσθεσις διπλῆς ἀμοιβαίας ἐκ στίχων ἰαμβικῶν Sch.Ar.Pl.253, cf. 487.
3 el pie métrico amebeo (¯¯˘˘¯) amoebaeos ex duabus longis et totidem breuibus et longa temporum octo Diom.1.481.25.
4 propio del diálogo, dialógico ἐν οἷς γὰρ ἀμοιβαῖός ἐστι, φιλοσοφεῖ ref. a los discursos contrapuestos, Marcellin.Vit.Thuc.53, τὰ εἴδη τὰ ἀ. Hermog.Id.2.10 (p.388), cf. Aristid.2.194
•subst. τὰ ἀ. el diálogo ὅταν ... τὰ ἀ. καταλείπῃ Pl.R.394b.
III adv. -ως alternativamente ἀ. ἀνθεστιάσετέ με Luc.Am.9.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμοιβαῖος, -ον και -ος, -α, -ον)
αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον
μσν.
αυτός που απαντά όπως στον διάλογο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα
α) οι διάλογοι σε τραγωδία
β) είδος λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα μέλη τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή.
ΠΑΡ. (Α) ἀμοιβαίως
νεοελλ.
αμοιβαίως, αμοιβαία, αμοιβαιότητα].
Greek Monotonic
ἀμοιβαῖος: -ον και -α(-η) -ον (ἀμοιβή),
I. ανταλλακτικός, ανταποδιδόμενος, σε Πίνδ., Ανθ.· επίρρ. -ως, εις ανταπόδοση, σε Λουκ.
II. αμοιβαίος, εναλλασσόμενος, σε Ηρόδ.· ἀμοιβαῖα, στίχοι ψαλλόμενοι εναλλάξ, ο ένας ως απάντηση στον άλλο, σε Πλάτ.· ἀμοιβαίη ἀοιδή, σε Θεόκρ.