Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔγκτησις

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκτησις Medium diacritics: ἔγκτησις Low diacritics: έγκτησις Capitals: ΕΓΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: énktēsis Transliteration B: enktēsis Transliteration C: egktisis Beta Code: e)/gkthsis

English (LSJ)

Dor. ἔγ-κτᾱσις, εως, ἡ,

   A tenure of land in a country or district by a person not belonging to it, X.HG5.2.19 (pl.); the right of holding such property, freq. granted as a privilege or reward to foreigners, ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. IG5(1).4.12 (Sparta), etc.; εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν ib.22.53.    2 estate, property, LXX Le.25.13, etc.; βιβλιοθήκη ἐγκτήσεων register of properties, BGU76 (ii A. D.), etc.    3 acquisition of territory, Plb.28.20.8 (prob. l.).

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, das Recht, sich im fremden Lande Besitzungen zu erwerben, u. eine solche Besitznahme selbst; ein Recht, welches bei Bündnissen zwei Staaten sich gegenseitig zugestehen; neben ἐπιγαμία Xen. Hell. 5, 2, 19; Dem. 18, 91; γῆς καὶ οἰκίας Inscr. 1793 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκτησις: Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ δικαίωμα τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ πολλάκις ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς προνόμιονἀμοιβή, ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. ἐπεργασία: ― ἐγκτητικόν, τό, φόρος γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
droit d’acquérir des biens-fonds ; l’acquisition elle-même.
Étymologie: ἐγκτάομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): dór. ἔγκτασις Decr. en D.18.91; tes. ἔντᾱσις IG 9(2).511.3 (III a.C.)

• Grafía: pap. graf. ἔνκ-
I 1jur. derecho de adquisición de propiedades o bienes raíces en otra ciu. Ἀθαναίοις δόμεν ... ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Decr. en D.l.c., cf. Arist.Oec.1347a2, X.HG 5.2.19, frec. en decr. honoríf. y de proxenía IG 13.227.20 (V a.C.), SEG 36.982B.7 (Yaso V a.C.), IG 22.53.3 (IV a.C.), IEphesos 1389.9, 1443.5 (ambas IV a.C.), IIasos 61.3 (IV/III a.C.), FAmyzon 38.3 (III a.C.), IKeramos 3.8 (heleníst.), IG 92(1).19.12 (Termo III a.C.), 5(1).4.12 (Esparta III/II a.C.), glos. a ἐμπάσεις Hsch.
2 propiedad inmobiliaria, bienes inmuebles, raíces, gener. en plu. βιβλιοθήκη ἐγκτήσεων archivo, registro de la propiedad inmobiliaria existente en cada nomo BGU 76.1 (II d.C.), tb. llamado τὸ τῶν ἐνκτήσεων βιβλιοφυλάκιον POxy.3690.4 (II d.C.), cf. PTurner 34.8 (III d.C.), ἀπογραφὴ ἐνκτήσεων declaración catastral, de bienes inmuebles, PRyl.103.21 (II d.C.), βιβλιοφύλαξ ἐγκτήσεων BGU 2017.3 (I d.C.), PFlor.24.1 (II d.C.), PLips.9.1 (III d.C.)
raro en sg. hacienda καθότι ἂν πλεῖον τῶν ἐτῶν, πληθύνῃ τὴν ἔγκτησιν αὐτοῦ LXX Le.25.16. Cf. tb. 1 ἔμπασις.
II adquisición de territorio κατὰ πόλεμον Plb.28.20.8.

Greek Monolingual

ἔγκτησις, η (Α)
1. ιδιοκτησία κτημάτων σε ξένη χώρα
2. το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σε ξένη περιοχή
3. αγρόκτημα, υποστατικό
4. απόκτηση γαιών.

Greek Monotonic

ἔγκτησις: Δωρ. ἔγκτᾱσις, -εως, ἡ, κατοχή, ιδιοκτησία γης σε μία περιοχή από ένα ξένο, σε Ξεν.· το δικαίωμα του να κατέχεις τέτοια γη που έχει παραχωρηθεί ως δωρεά σε ξένους, σε Ψήφ. Βυζ. παρά Δημ.