παίγνιον

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίγνιον Medium diacritics: παίγνιον Low diacritics: παίγνιον Capitals: ΠΑΙΓΝΙΟΝ
Transliteration A: paígnion Transliteration B: paignion Transliteration C: paignion Beta Code: pai/gnion

English (LSJ)

τό,

   A plaything, toy, ἄνθρωπον θεοῦ τι παίγνιον εἶναι Pl.Lg.803c, cf. Plt.288c; τύχης π. Secund.Sent.7; πλοῖον ἀνέμων π. ib.17; οἷον π. φεῦγον, of Matter because of its instability, Plot.3.6.7: in pl., Pl.Lg.797b, etc.; dainties, Ephipp. 24.    2 of persons, darling, pet, Anaxandr.9.3: also in pl. (of one person), Ar.Ec.922, Plu.Ant.59.    II in Theoc.15.50, the Egyptians are called κακὰ παίγνια, roguish cheats,—unless here it be acc. cogn. (dirty tricks) after παίζω.    III game, Κουρήτων ἐνόπλια π. Pl. Lg.796b: metaph., child's play, of an easy task, Euphro 1.35.    2 comic performance, Pl.Lg.816e, Ephipp.7, Suet.Aug.99.    3 light poem, AP6.322 (Leon.), Plb.16.21.12; Ὁμήρου, Κράτητος π., Jul.Or. 2.60d, 6.199d; title of poems by Philetas, Stob.2.4.5, al.; applied to those of Theocritus, Ael.NA15.19: metaph., of the merry chirp of the cicada, AP7.196.6 (Mel.).    4 of a prose trifle, Gorg.Hel. 21.    5 Δημοκρίτου παίγνια jocular recipes, PMag.Lond.121.167.

German (Pape)

[Seite 438] τό, Spiel, Scherz, Luc. asin. 47; eigtl. was zum Spiel dient, Spielwerk, Plat. Polit. 288 c; ἄνθρωπον θεοῦ τι παίγνιον εἶναι μεμηχανημένον, Legg. VII, 803 c; der σπουδῇ τινι entgeggstzt, I, 644 d; bei Ar. Eccl. 921 nennt die Alte den Jüngling τἀμὰ παίγνια, = deliciae; Plut. Anton. 59; – Scherz- und Spottgedichte, τὰ εἰς αὐτὸν ᾀδόμενα παίγνια κατὰ τὴν πόλιν, Pol. 16, 21, 12; übh. kleinere, leichte Gedichte, Liebesgedichte, Anth. öfter; Θεόκριτος ὁ τῶν νομευτικῶν παιγνίων συνθέτης, Ael. H. A. 15, 19; – Theocr. 15, 50 nennt die Aegyptier κακὰ παίγνια, arge Schelme, als betrügerisch u. tückisch.

Greek (Liddell-Scott)

παίγνιον: τό, τὸ χρησιμεῦον πρὸς παιδιάν, «παιγνιδάκι», ἄνθρωπος θεοῦ τι παίγνιον εἶναι Πλάτ. Νόμ. 803C, πρβλ. Πολιτ. 288C· συχν. ἐν τῷ πληθ., Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Νόμ.· 797Β, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως ὁ μεθ’ οὗ παίζει τις, πεφιλημένον πρόσωπον, Λατ. deliciae, ἀλλ’ οὐκ ἄν ποθ’ ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια λέγει ἡ γραῦς ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 922, Πλουτ. Ἀντ. 59. ΙΙ. παρὰ Θεοκρ. 15. 50, οἱ Αἰγύπτιοι καλοῦνται κακὰ παίγνια, κακότροποι, ἀπατεῶνες, ― ἐκτὸς ἄν λάβωμεν τὸ οὐδέτ. ὡς σύστοιχον αἰτ. τοῦ παίζω. ΙΙΙ. παιδιά, «παιγνίδι», Κουρήτων ἐνόπλια π. Πλάτ. Νόμ. 796Β· διασκεδαστικὸν ποίημα, Φιλήτ. παρὰ Στοβ. τ. 81. 4, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ Ἀνθ.· ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοκρίτου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 19· κωμικὴ παράστασις, κωμῳδία, Πλάτ. Νόμ. 816Ε, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Γεροντομανίᾳ» 1, πρβλ. Ἔφιππον ἐν «Ἐμπολῇ» 2, Suet. August. 99 ἐπὶ τοῦ τερπνοῦ ᾄσματος τοῦ τέττιγος, Ἀνθολ. Π. 7. 196. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. ce qui sert à jouer :
1 jouet d’enfant;
2 comédie, représentation scénique;
3 poésie légère, badine, petit poème;
II. jeu, plaisanterie, raillerie.
Étymologie: παίζω.

Greek Monotonic

παίγνιον: τό (παίζω
I. παιχνιδάκι, παιχνίδι, σε Πλάτ.
II. σε Θεόκρ., οι Αιγύπτιοι ονομάζονταν κακὰ παίγνια, απατεώνες, κακότροποι.
III. παιχνίδι, διασκεδαστικό ποίημα, σε Ανθ.· λέγεται για το χαρούμενο τιτίβισμα του τζιτζικιού, στο ίδ.