νουθεσία

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθεσία Medium diacritics: νουθεσία Low diacritics: νουθεσία Capitals: ΝΟΥΘΕΣΙΑ
Transliteration A: nouthesía Transliteration B: nouthesia Transliteration C: nouthesia Beta Code: nouqesi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A = νουθέτησις, Ar.Ra.1009, Hp.Ep.17, AP 11.32 (Honest.), Plu.Lyc.25, Diog.Oen.33, Aret.CA1.2.

Greek (Liddell-Scott)

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1009, Πλουτ. Σόλων 25, κτλ.· - νουθετία ἐν Α. Β. 21 κ. Φωτ., μνημονεύεται δὲ καὶ ἐκ τοῦ Πλάτ. ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139. Ὁ δὲ τύπος νουθετεία εἶναι ἡμαρτημένος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’avertir, d’admonester.
Étymologie: cf. νουθετέω.

English (Strong)

from νοῦς and a derivative of τίθημι; calling attention to, i.e. (by implication) mild rebuke or warning: admonition.

English (Thayer)

νουθεσιας, ἡ (νουθετέω, which see); admonition, exhortation: κυρίου, such as belongs to the Lord (Christ) or proceeds from him, Winer s Grammar, 189 (178)). (Aristophanes ran. 1009; Diodorus 15,7; besides in Philo, Josephus, and other recent writings for νουθέτησις and νουθετια, forms more common in the earlier writings cf. Lob. ad Phryn., p. 512; (Winer s Grammar, 24).) (Cf. Trench, § xxxii.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα
μσν.
1. έλεγχος, επιτίμηση
2. διδασκαλία
3. καθοδήγηση.

Greek Monotonic

νουθεσία: ἡ, = νουθέτησις, σε Αριστοφ.