πυργηδόν

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργηδόν Medium diacritics: πυργηδόν Low diacritics: πυργηδόν Capitals: ΠΥΡΓΗΔΟΝ
Transliteration A: pyrgēdón Transliteration B: pyrgēdon Transliteration C: pyrgidon Beta Code: purghdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A towerwise, Aret.SD2.13; of soldiers, in masses or columns, in close array, Il.12.43, 13.152, 15.618, D.H.6.33; also of clouds, Nonn.D.32.76.

German (Pape)

[Seite 820] thurmweise, bei Hom. in viereckiger Schlachtordnung, in geschlossenen Gliedern, οἱ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες Il. 12, 43, πυργηδὸν ἀρηρότες 15, 618, vgl. 13, 152.

Greek (Liddell-Scott)

πυργηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε πύργος ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυργηδόν, κατὰ τάξιν».

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de tour, càd en masse compacte.
Étymologie: πύργος, -δον.

English (Autenrieth)

adv., like a tower, ‘in solid masses.’ (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ.
1. σε σχήμα πύργου, σαν πύργος
2. (για στρατιώτες) σε πυκνή παράταξη
3. (για τα σύννεφα) σε μεγάλη συμπύκνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

πυργηδόν: επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.