νᾶνος

From LSJ
Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶνος Medium diacritics: νᾶνος Low diacritics: νάνος Capitals: ΝΑΝΟΣ
Transliteration A: nânos Transliteration B: nanos Transliteration C: nanos Beta Code: na=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A dwarf, Ar.Fr.427, Arist.HA577b27, Longin.44.5; one whose limbs are too small for his body, Arist.PA686b10.    II cheese-cake, Ath.14.646c. (Freq. written νάννος in codd.; cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

νᾶνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, μικρόσωμος ἄνθρωπος, Τουρκ. «τζουτζές», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 2· ὁ ἔχων τὰ μέλη τοῦ σώματος μικρὰ καὶ δυσανάλογα πρὸς τὴν ἡλικίαν του, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 10 κἑξ. ΙΙ. πλακοῦς μετὰ τυροῦ, τυρόπηττα, Ἀθήν. 646C. (Συνήθως φέρεται νάνος, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Βεκήρ. παρ’ Ἀριστ.: ἀλλὰ τὸ α εἶναι μακρόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, καὶ τὸ Λατ. nānus· τοῦτο δὲ ὑποδεικνύεται καὶ ἐκ τοῦ τύπου νάννος, τοῦ ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.).

Greek Monolingual

και νάννος, ο (Α νᾱνος)
άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος
νεοελλ.
1. ως επίθ. νάνος, -ο
α) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο άτομο ή φυτό που χαρακτηρίζεται από νανισμό
β) ονομασία διαφόρων γαλαξιών ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας
2. μυθ. ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, βαθιά στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι»)
3. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιος
αρχ.
1. αυτός που τα μέλη του σώματός του είναι εξαιρετικά μικρά σε σχέση με τον κορμό
2. είδος πίτας από τυρί και λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η παραγωγή του < νεᾱνός (< νέος, πρβλ. νεάν, γεν. νεάνος, νεανίας), με συναίρεση και μετάθεση του τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική άποψη. Ο παράλλ. τ. νάννος προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.
ΠΑΡ. νανώδης
αρχ.
νανίον, νανούδιον
νεοελλ.
νανισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νανοφυής
νεοελλ.
νανοαπολίθωμα, νανοκέφαλος, νανοκορμία, νανομελής, νανοπλαγκτόν, νανόσωμος].

Greek Monotonic

νᾶνος: ὁ, νάνος, σε Αριστοφ.