ἀσπαίρω
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
impf. ἤσπαιρον, Ion. and Ep.
A ἀσπαίρεσκον Q.S.11.104: (ἀ- euph., σπαίρω):—pant, gasp, struggle, in Hom. always of the dying (so κραδίη ἀσπαίρουσα must be taken, Il.13.443), περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς κτλ. ib.571; ζωὸν ἔτ' ἀσπαίροντα 12.203, cf. Od. 19.229, A.Pers.977 (lyr.), E.IA1587; νεκροὶ -οντες Antipho 2.4.5; ἀ. ἄνω κάτω E.El.843; of an infant, Hdt.1.111; of fish taken out of the water, Id.9.120, Babr.6.5:—but in Hdt.8.5 Ἀδείμαντος ἤσπαιρε μοῦνος was the only one who still made a struggle, resisted; ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.—Poet. and Ion. word.
German (Pape)
[Seite 372] (α euphon.), zucken, zappeln; Hom. von sterbenden Menschen u. Thieren: Iliad. 3, 293. 10, 521. 12, 203. 13, 571. 573 Od. 8, 526. 12, 254. 255. 19, 229. 231 (πόδεσσιν). 22, 473 (πόδεσσι) Iliad. 13, 443 (δόρυ δ'ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος). Vgl. Antiph. II, δ, 5. Auch Tragg.: Aesch. Pers. 939; Eur. I. A. 1587. Widerstreben, Her. 8, 5, oft; vgl. Dion. Hal. 7, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπαίρω: παρατ. ἤσπαιρον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀσπαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 11. 104: (α εὐφων., σπαίρω): ― ἀσθμαίνω μετ’ ἀγωνίας, κινοῦμαι, τινάσσομαι σπασμωδικῶς, «σπαρταρῶ», παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν ἀποθνησκόντων (διότι οὕτω πρέπει νὰ ἐκληφθῇ, τὸ κραδίῃ ἀσπαίρουσα Ἰλ. Ν. 443)· περὶ δουρὶ ἤσπαιρ’, ὡς ὅτε βοῦς, κτλ. Ἰλ. Ν. 571· ζωόν, ἔτ’ ἀσπαίροντα Μ. 203, πρβλ. Ὀδ. Τ. 228· οὕτως Αἰσχύλ. Πέρσ. 976, Εὐρ. Ι. Α. 1587, Ἀντιφῶν 119. 39· ἀσπ. ἄνω κάτω Εὐρ. Ἠλ. 843· ἐπὶ νηπίου, Ἡρόδ. 1. 111· ἐπὶ ἰχθύος ἐξαχθέντος ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. 9. 120, Βαβρ. 6. 5: ― ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 8. 5, Ἀδείμαντος μοῦνος ἤσπαιρε, ὁ μόνος ὅστις εἰσέτι ἀνθίστατο, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 25. ― Λέξ. ποιητ. καὶ Ἰων. ἅπαξ μόνον ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ἴδε ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤσπαιρον;
1 palpiter, s’agiter convulsivement;
2 se débattre vivement.
Étymologie: ἀ- prosth., σπαίρω.
English (Autenrieth)
move convulsively, quiver; mostly of dying persons and animals; πόδεσσι, χ , Od. 19.231.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ép. impf. ἀσπαίρεσκε Q.S.11.104]
1 agitarse convulsivamente en la agonía, de anim. τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας Il.3.293, δράκοντα ... ζωὸν ἔτι ἀσπαίροντα Il.12.203, κύων ἔχε ... ἐλλὸν, ἀσπαίροντα Od.19.229, ταῦρον ... ἢ ... κάπρον ... ἀσπαίροντα Call.Dian.151, ἔλαφος E.IA 1587
•esp. de peces οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ ... ἤσπαιρον ὅκως περ ἰχθύες νεοάλωτοι Hdt.9.120, cf. Opp.H.2.96, 4.231, ἰχθῦς ἐκπεπτωκότες ... ἐν τῇ γῇ ἤσπαιρον Philostr.VA 1.23, cf. Babr.6.13
•de pers. περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς ... Il.13.571, ἄνδρας τ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι Il.20.521, cf. 13.443, θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα Od.8.526 τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ A.Pers.977, πᾶν δὲ σῶμ' ἄνω κάτω ἤσπαιρε E.El.843, νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα Antipho 2.4.5, ὃ δ' ἀντίον ἀσπαίρεσκε Q.S.l.c., ἀσπαίρων δὲ κάρηνον ἑῷ τεφρώσατο πυρσῷ Nonn.D.32.207.
2 oponer resistencia, resistirse de niños μιν (παῖδα) ... ἐλούεον ἀσπαίροντα h.Cer.289, παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραγγανόμενον Hdt.1.111, en el combate Ἀδείμαντος γὰρ ... τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος Hdt.8.5, ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.
• Etimología: De *sperHu̯1- ‘dar con el pie’, etc. y rel. lit. spìrti, ai. sphuráti, lat. sperno, aaa. spurnan y ἀ- protética. v. tb. σπαίρω.
Greek Monolingual
ἀσπαίρω (Α)
1. σπαρταρώ
2. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ»
Το αρχικό α- του ρ. είναι υστερογενές στοιχείο και ως εκ τούτου είναι προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό παρά ότι έχει προέλθει από την πρόθεση ανά με αποκοπή. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη χρήση για ένα παιδί που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια διαταγή ή συμβουλή].
Greek Monotonic
ἀσπαίρω: (α ευφωνικό, σπαίρω), ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αλλά, μοῦνος ἤσπαιρε, ήταν ο μόνος που ακόμα αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.