ἐσχάρα

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάρα Medium diacritics: ἐσχάρα Low diacritics: εσχάρα Capitals: ΕΣΧΑΡΑ
Transliteration A: eschára Transliteration B: eschara Transliteration C: eschara Beta Code: e)sxa/ra

English (LSJ)

Ion. ἐσχάρη [ᾰ], ἡ, Ep. gen. and dat. ἐσχαρόφιν (ἀπ' ἐσχ- Od.7.169,

   A ἐπ' ἐσχ- 5.59, 19.389):—hearth, fire-place, like ἑστία, Hom. (esp. in Od.), ἡ μὲν ἐπ' ἐσχάρῃ ἧστο Od.6.52 ; ἧσται ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ ib.305 ; of suppliants, ἕζετ' ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι 7.153.    2 pan of coals, brazier, Ar.Ach.888, V.938, cf. Poll.10.94, 95.    3 Τρώων πυρὸς ἐσχάραι watch-fires of the camp, Il.10.418.    II sacrificial hearth (hollowed out in the ground and so dist. from βωμός, structural altar, St.Byz. s.v. βωμοί, Phot.; used esp. in heroworship, Neanth.7J.), Od.14.420, S.Ant.1016 : but freq. used generally, altar of burnt-offering, πρὸς ἐσχάραν Φοίβου A.Pers.205 ; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός Id.Eu.108 ; ἡμένας ἐπ' ἐσχάραις ib.806 ; Πυθική E.Andr. 1240 ; at Eleusis, D.59.116, cf. Lycurg.Fr.37 ; Ἡρακλειδῶν ἐ. IG2.1658 (iv B.C.) ; so βώμιοι ἐσχάραι structured altars, E.Ph.274 ; sometimes movable, X.Cyr.8.3.12, Callix.2, PCair.Zen.13 (iii B.C.).    III fire-stick (bored with the τρύπανον, q. v.), Thphr.HP5.9.7, Ign. 64.    IV platform, stand, basis, Ph.Bel.92.13, Ath.Mech.32.10, Vitr.10.11.9.    2 grating, LXX Ex.27.4, al.    V Medic., scab, eschar on a wound caused by burning or otherwise, τὰς ἐκπτώσιας τῶν ἐ. Hp.Art.11, cf. Pl.Com.184.4, Arist.Pr.863a12, Dsc.1.56, Gal.10.315, etc.    VI in pl., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Ar.Eq. 1286.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ (die Ableitung war schon den Alten zweifelhaft), ion. ἐσχάρη, ep. gen. u. dat. ἀπ' ἐσχα ρόφιν, ἐπ' ἐσχαρόφιν, 1) der Heerd im Hause, nach den alten Erkl. nicht so hoch wie die ἑστία, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς ἱδρυμένη κοίλη, od. nach Apoll. Lex. H. βωμὸς ἰσόπεδος οὐδ' ἐκ λίθων ὑψωμένος (vgl. βωμός); er dient zur Erwärmung (Kamin), Od. 6, 305, zur Opferstelle, 14, 420, u. an ihm fanden die Schutzflehenden eine Freistätte, καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι Od. 7, 153. 160. 169, auf dem Heerde in der Asche sitzen. – Uebh. Brandstelle, Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, die Brandstellen im troischen Lager, Il. 10, 418. – Bei den Tragg. oft der Opferaltar, u. zwar bes. zu Brandopfern; Porphyr. antr. Nymph. bezieht ἐσχάρα auf die θεοὶ χθόνιοι καὶ ἥρωες, die βωμοί auf die olympischen Götter, βόθροι auf die unterirdischen, vgl. Poll. 1, 8; πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Aesch. Pers. 201; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον Eum. 108; ἁγναὶ δυεῖν θεαῖν ἐσχ. Eur. Suppl. 33 u. öfter; Soph. unterscheidet βωμοὶ ἐσχάραι τε παντελεῖς, Ant. 1003; frg. 36 βωμιαῖον ἐσχάραν λαβών, wie Eur. Phoen. 274. Selten in Prosa, wie Dem. 59, 116 (in Neaer.). – 2) Uebh. eine Unterlage, Gestell, Rost, um Feuer oder Kohlen darauf zu legen, vgl. Ar. ἐξενέγκατε τὴν ἐσχάραν μοι δεῦρο καὶ τὴν ῥιπίδα, Ach. 888; Vesp. 938; Xen. Cyr. 8, 3, 12; einzeln bei Sp., κρεηδόκος Philp. 13 (v I, 101), vgl. Poll. 10, 101. 104. – 31 bei Ar. Eq. 1283 nach dem Schol. τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, u. ä. auch Eust. – 41 der Schorf auf einer Brandstelle u. eine Wunde übh., B. A. 257 τὰ κοῖλα ἕλκη καὶ περιφερῆ; Arist. probl. 1, 32, Medic. oft. – 5) in den Fragmenten des Archipp. bei Ath. III, 86 c sind ἐσχάραι als Schaalthiere aufgeführt, wo Dindorf ἔσχαροι ändern will.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάρα: Ἰωνικ. άρη ᾰ, ἡ, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἐσχαρόφιν (ἀπ᾿ ἐσχ- Ὀδ. Η. 169· ἐπ᾿ ἐσχ- Ε. 59, Τ. 389). Ὁ τόπος ἐφ᾿ ᾧ τὸ πῦρ καίεται, ἑστία, «γωνιά», Ὅμ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.), ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο, ἐκάθητο πλησίον τῆς ἑστίας, Ὀδ. Ζ. 52· ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ αὐτόθι 305· ὡς τόπος ἐφεστίου πυρός, ἔνθα κατέφευγον οἱ ἱκέται ζητοῦντες ἄσυλον, καθέζετο ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, παρὰ τὴν ἑστίαν (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ), Ὀδ. Η. 153, πρβλ. 160, 169, Τ. 389· ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν φαγητῶν, Υ. 123· πρὸς καῦσιν εὐωδῶν ξύλων ἢ θυμιαμάτων, Ε. 59· ἐνίοτε δὲ ἦτο κινητή, εἶδος πυραύνου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 888, Σφ. 938· πρβλ. Πολυδ. Γ. 94, 95, Βεκκήρου Χαρικλ. 1. σ. 205. 2) Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, πυρὰ στρατευμάτων ἐν καιρῷ πολέμου, Ἰλ. Κ. 418. ΙΙ. θυτικὴ ἐσχάρα, βωμὸς πρὸς προσφορὰν ὁλοκαυτωμάτων, διακρινομένη ὅμως ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου βωμός, ὡς τὸ Λατ. altare ἀπὸ τοῦ ara «βωμὸς ἰσόπεδος» (Ἀπολλ. Λεξ.), «βωμοῦ δὲ διαφέρει ἐσχάρα, καθότι ὁ μὲν ὑπερέστηκεν, ἡ δὲ πρόσγειός ἐστι» (Εὐστ. 1575. 40), Ὀδ. Ξ. 420, ἴδε Σοφ. Ἀντ. 1016· πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Αἰσχύλ. Πέρσ. 205· ἐπ᾿ ἐσχάρᾳ πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 108· ἡμένας ἐπ᾿ ἐσχάραις αὐτόθι 806· Πυθική, Διός, θεῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 1241. 41, κτλ., πρβλ. Δημ. 1385. 2· ἐνίοτε κινητή, καὶ πῦρ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχάρας μεγάλης ἄνδρες εἵποντο φέροντες Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12,· Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 202Β· ἐσχ. βωμιαῖος Σοφ. Ἀποσπ. 36· βώμιος Εὐρ. Φοίν. 274. ΙΙΙ. μέσον πρὸς παραγωγὴν πυρός, οἷον ξηρὸν ξύλον, προσάναμμα, «δᾳδί», κτλ., ὡς τὸ πυρεῖον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 7, περὶ Πυρὸς 64. IV. πᾶσα βάσις, ἐφ᾿ ἧς στηρίζεταί τι, ὡς τὸ βωμός, Vitruv. 10. 11, 9. V. παρ᾿ Ἰατρ. ἐσχάρωμα, «κακάδι», ὅπερ σχηματίζεται ἐπὶ καυτηριασθέντος ἕλκους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, κτλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 1. 32, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. VI. μαγειρικὸν ἐργαλεῖον ὡς καὶ νῦν, ἐσχάρην κρεηδόκον Ἀνθ. Π. 101· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. VII. ἐν τῷ πληθ., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1283 (1286), Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. foyer, autel domestique et sanctuaire pour les suppliants, particul. autel pour les sacrifices;
II. p. ext.
1 foyer, brasier en gén. ; particul. feu de bivouac;
2 réchaud.
Étymologie: DELG vieux mot religieux et techn., sans étym.

Spanish

fuego del hogar

Greek Monolingual

η
βλ. σχάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε -ρᾱ (κατά τα τέφ-ρᾱ, χώ-ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα.
ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης, εσχαρόομαι, έσχαρος, εσχαρών].

Greek Monotonic

ἐσχάρα: Ιων. -άρη[ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. ἐσχαρόφιν·
I. 1. εστία, τζάκι, σε Όμηρ.· άσυλο ικετών, καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.· μαγκάλι με κάρβουνα, χάλκωμα που λειτουργεί με κάρβουνο, σε Αριστοφ.
2. πυρὸς ἐσχάραι, οι φωτιές που ανάβουν στο στρατόπεδο, σε καιρό πολέμου, φωτιές επαγρύπνησης, περιφρούρησης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. βωμός για ολοκαυτώματα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.