ζαφλεγής

From LSJ
Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαφλεγής Medium diacritics: ζαφλεγής Low diacritics: ζαφλεγής Capitals: ΖΑΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: zaphlegḗs Transliteration B: zaphlegēs Transliteration C: zaflegis Beta Code: zaflegh/s

English (LSJ)

ές, Ep. Adj.

   A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν . . ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8.    II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn.D.2.26.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465 ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.

English (Autenrieth)

ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.

Greek Monolingual

ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρόςἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής, πυρι-φλεγής].

Greek Monotonic

ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.