Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόνυζα

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνυζα Medium diacritics: κόνυζα Low diacritics: κόνυζα Capitals: ΚΟΝΥΖΑ
Transliteration A: kónyza Transliteration B: konyza Transliteration C: konyza Beta Code: ko/nuza

English (LSJ)

ης, ἡ, name of various species of

   A Inula, fleabane, Hecat. 154 J., Arist.HA534b28, Thphr.HP6.2.6, Gal.12.35, etc.; poet. κνύζα Theoc.4.25, 7.68; κ. ἄρρην, = κ. μείζων, Dsc.3.121, Inula viscosa; κ. θήλεια Thphr. l. c.; = κ. μικρά, Dsc. l. c., I. graveolens, cf. Nic.Th. 875; a third species, = I. britannica, Thphr. l. c., Dsc. l. c.

German (Pape)

[Seite 1482] ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.

Greek (Liddell-Scott)

κόνυζα: -ης, -ἡ, εἶδος φυτοῦ βαρεῖαν ὀσμὴν ἔχοντος, κοινῶς «ἀκονυζία», «ἀγριοθρύμπη» ἢ «ψυλλοβότανον», pulicaria, Ἑκαταῖ. 133, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 28, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 2, 6, κτλ.· ποιητ. κνύζα, Θεοκρ. 4. 25., 7. 68· ― ὑπῆρχον δύο εἴδη αὐτῆς, ἄρρην καὶ θήλεια, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 conyze ou herbe aux puces, encensière (erigeron viscosum);
2 autre plante (inula Britannica ou inule des fleuves).
Étymologie: DELG pê emprunt.

Spanish

ínula

Greek Monolingual

η (ΑM κόνυζα και κνύζα)
ονομασία, κοινή σήμερα, του φυτού Ιnula graveolens του γένους ίνουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με τα κνύω, κνῶ, κνίζω κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, ο τ. κόνυζα είναι μεταγενέστερο προϊόν μεταπλασμού, κατά τα όρυζα, μάνυζα, επίσης ονομασίες φυτών.
ΠΑΡ. αρχ. κονυζήεις, κονυζίτης.

Greek Monotonic

κόνυζα: -ης, ἡ, είδος φυτού με βαριά μυρωδιά, πουλικάρια, ψυλλόχορτο, αγγειόσπερμο φυτό, ποιητ. κνύζα, σε Θεόκρ.