λαπαρός

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπαρός Medium diacritics: λαπαρός Low diacritics: λαπαρός Capitals: ΛΑΠΑΡΟΣ
Transliteration A: laparós Transliteration B: laparos Transliteration C: laparos Beta Code: laparo/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).    II lewd, lecherous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
flasque.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

λαπαρός, -ά, -όν (Α)
1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ
β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.)
2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό
3. (για πόνο)
ελαφρός, μαλακός
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».
επίρρ...
λαπαρῶς (Α)
με χαλαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < θ. λαπ- που μαρτυρείται σε γλώσσα του Ησυχίου (ἔλαψα
διέφθειρα) + κατάλ. -αρός, που εμφανίζεται σε συγγενείς σημασιολογικά λέξεις (πρβλ. λαγαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λαπάσσω, λαπάρα, λάπαθα].

Greek Monotonic

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, χαλαρός, σε Αριστ.