στενοχωρέω

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρέω Medium diacritics: στενοχωρέω Low diacritics: στενοχωρέω Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: stenochōréō Transliteration B: stenochōreō Transliteration C: stenochoreo Beta Code: stenoxwre/w

English (LSJ)

   A to be straitened, confined, Macho ap.Ath.13.582b: metaph., to be anxious, in difficulty, ἐπί τινι Hp.Praec.8; εὶς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος IPE12.39.18 (Olbia, not before ii A.D.).    II trans., crowd, straiten, τοὺς ἀπαντῶντας Luc.Nigr.13; τὰς πύλας, τὰς ὁδούς, Charito 5.3, 4.7; ταλάντοις τοὺς θησαυρούς Lib.Or.59.15:—Pass., with fut. Med. (Them.Or.25.310d), to be crowded together, D.S.20.29, Charito 3.2; ἐν ταὐτῷ σ. Luc. Tox.29; χῶραι -οῦνται ποσὶ μιαιφόνων J.BJ4.3.10; ἀγορὰ -ουμένη ὄχλῳ D.H.6.67; of stricture, Heliod. ap. Orib.50.9.1; to be cramped or confined, ὁ Εὐφράτης -ούμενος Isid.Char.1, cf. Sch.Il.Oxy.221 xi 8, Porph.Sent.27; of a picture, Them. l.c.    2 metaph., press closely, tina LXX Jd.16.16:—Pass., to be straitened, cramped, ib.Is.28.19(20), Procl.Inst.98; ἐν τοῖς σπλάγχνοις 2 Ep.Cor.6.12; ὑπὸ τῶν κακῶν Sch.E.Med.57.

German (Pape)

[Seite 935] eng sein od. werden, u. übertr., sich in der Enge, in Verlegenheit befinden; Machon bei Ath. XIII, 582 b; c. dat., Hippocr.; ἔν τινι, N. T.; – trans., in die Enge bringen, τοὺς ἀπαντῶντας, Luc. Nigr. 13; τὰς ὁδούς, Charit. 4, 7; πύλας, 9, 3; dah. pass. ἐστενοχωρημένος, Luc. Tox. 29; πλῆθος στενοχωρούμενον, Charit. 3, 2; vgl. noch D. Sic. 20, 29.

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρέω: εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι πρᾶγμα, τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, γεμίζω, στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, συνέρχομαι στενῶς ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., πιέζω πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, αἰσθάνομαι στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 resserrer, rétrécir ; Pass. être à l’étroit;
2 mettre à l’étroit, à la gêne, tourmenter, acc..
Étymologie: στενόχωρος.

English (Strong)

from the same as στενοχωρία; to hem in closely, i.e. (figuratively) cramp: distress, straiten.

English (Thayer)

στενοχώρω: (στενόχωρος; and this from στενός, and χῶρος a space);
1. intransitive, to be in a strait place (Machon in Athen. 13, p. 582b.); to be narrow (to straiten, compress, cramp, reduce to straits (Vulg. angustio) (Diodorus, Lucian, Herodian, others; (the Sept. οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, ye are not straitened in us, ample space is granted you in our souls, i. e. we enfold you with large affection, στενοχωρεῖσθε ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν, ye are straitened your own affections, so that there is no room there for us, i. e. you do not grant a place in your heart for love toward me, ibid.

Greek Monotonic

στενοχωρέω: μέλ. -ήσω, στριμώχνω, πιέζω λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., συνωστίζομαι· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη