σπεῖρον
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
τό,
A piece of cloth, Hom. (only in Od.), εἴλυμα σπείρων a wrapping cloth, 6.179; σπεῖρα κακά sorry wraps, of a beggar, 4.245; αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται without a cerecloth or shroud, 2.102, cf. 19.147, 24.137; σπεῖρον καὶ ἐπίκριον sail and sailyard, 5.318; πείσματα καὶ σπεῖρα [where the ult. is long in arsi] 6.269 (v.l. σπείρας):—later, garment, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Euph. 107; cf. σπειρίον.
German (Pape)
[Seite 919] τό, ein Gewand od. Tuch rum Umwickeln od. Umhüllen, bes. ein als Kleid dienendes Tuch, ein Umwurf zur Umhüllung des Leibes; εἴλυμα σπείρων, ein Umschlag um gewaschene Gewänder, Od. 6, 179; κακὰ σπεῖρα, schlechte Hüllen, von den Lumpen eines Bettlers. 4, 245; Leichentuch, 2, 102. 19, 147. 24, 137; Segeltuch, 5, 318. 6, 269; νυμφιδίου σπείροιο παρακλίνασα καλύπτρην, Euphorion bei Schol. Eur. Phoen. 688.
Greek (Liddell-Scott)
σπεῖρον: τό, τεμάχιον ὑφάσματος, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), εἴλυμα σπείρων, ὕφασμα περιτυλίσσον, Ζ. 179· κακὰ σπεῖρα, ἐλεεινὰ ἐνδύματα, ἐπὶ ἐπαίτου, Δ. 245· αἴκεν ἄτερ σπείρου κῆται, ἄνευ σαβάνου, Β. 102, Τ. 147, Ω. 137· σπεῖρον καὶ ἐπίκριον, ἱστίον καὶ ἀντέννα, Ε. 318· πείσματα καὶ σπεῖρα [[[ἔνθα]] ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει], Ζ. 269· ἴδε Nitzsch εἰς Κ. 32· - παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα, φόρεμα, νυμφιδίου σπείροιο καλύπτρη Εὔφορ. 48· πρβλ. σπειρίον. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ καλὸν ἱμάτιον καὶ τὸ ῥακῶδες».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bande de toile pour envelopper, d’où
1 tissu, vêtement ; τὰ σπεῖρα haillons;
2 linceul, suaire;
3 voile de navire.
Étymologie: σπείρω ; cf. σπεῖρα¹.
English (Autenrieth)
(cf. σπάρτον, σπείρω): any wrap, garment, shroud, sail, Od. 5.318, Od. 6.269.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ.
β. «σπεῑρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.)
2. σάβανο
3. ιστίο πλοίου
4. γυναικείο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου προήλθε η σημ. «κομμάτι υφάσματος» (για ετυμολ. βλ. λ. σπείρα)].
Greek Monotonic
σπεῖρον: τό, κομμάτι υφάσματος, εἴλυμα σπείρων, ύφασμα που περιτυλίγεται, περίβλημα, σε Ομήρ. Οδ.· κακὰσπεῖρα, άθλια ενδύματα, στο ίδ.· ἄτερ σπείρου, χωρίς σάβανο, στο ίδ.· επίσης, ιστίο, στο ίδ.