περικυκλόω

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικυκλόω Medium diacritics: περικυκλόω Low diacritics: περικυκλόω Capitals: ΠΕΡΙΚΥΚΛΟΩ
Transliteration A: perikyklóō Transliteration B: perikykloō Transliteration C: perikykloo Beta Code: perikuklo/w

English (LSJ)

   A encircle, encompass, Arist.HA533b11, LXX Ge.19.4, PLond.2.681.9 (iv A.D.), etc.:—more freq. in Med., surround an enemy, Hdt.8.78, X.An.6.3.11, etc.; in tmesi, Ar.Av.346.    II intr., go round, Luc.Ocyp.63.

German (Pape)

[Seite 581] umkreisen, im Kreise umgeben, umzingeln, gew. im med.; Ar. Av. 346; Xen. An. 6, 1, 11; Sp., z. B. Luc. Philopatr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

περικυκλόω: ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., περιέρχομαι, Λουκ. Ὠκύπ. 63.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller autour;
Moy. περικυκλόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, κυκλόω.

English (Strong)

from περί and κυκλόω; to encircle all around, i.e. blockade completely: compass round.

English (Thayer)

περικύκλῳ: future περικυκλώσω; to encircle, compass about: of a city (besieged), Aristophanes av. 346; Xenophon, an. 6,1 (3), 11; Aristotle, h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.)

Greek Monotonic

περικυκλόω: μέλ. -ώσω,
I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ., περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περικυκλόω: преимущ. med.
1) брать в кольцо, окружать (τινα Xen., Arst., NT);
2) обходить, ходить кругом, кружить: ἀναβάθρας π. Luc. всходить по винтовой лестнице.