ἀναπέτομαι
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
poet. ἀμπέταμαι IG14.1934
A f, late ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: fut. -πτήσομαι: aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, 3pl. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4:—fly up, fly away, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 5.55; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Antipho Fr.58; αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med.440; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα Id.Ion796; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24 = Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys.774; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg.905a, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219. 2 metaph., to be on the wing, περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj.693; ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant.1307.—Cf. ἀνίπταμαι.
German (Pape)
[Seite 201] = ἀνίπταμαι, auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε πέτομαι, = ἀνίπταμαι, ἀφίπταμαι, ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· ἀμπτᾶσα δ’ ὡσεὶ κόνις Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. ὡσαύτως, εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. ἀναπτερόω Ι. 2, μετεωρίζω ΙΙ. - Ὁ τύπος ἀναπετάω εἶναι λίαν μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναπτήσομαι, ao.2 ἀνεπτόμην;
s’envoler ; fig. s’élancer, bondir (de joie ou de peur).
Étymologie: ἀνά, πέτομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμπ- E.Io 796
• Morfología: [fut. 1.a sg. ἀναπτήσομαι Aeschin.3.209, 2.a sg. ἀναπτήσῃ Pl.Lg.905a; aor. ind. 1.a sg. ἀνέπταν S.Ant.1307, 3.a sg. ἀνέπτα E.Med.440, 3.a plu. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.3, med. 1.a sg. ἀνεπτάμαν S.Ai.693, 1.a plu. ἀνεπτόμεθα Ar.Au.35, subj. 3.a plu. ἀνάπτωνται, opt. 1.a sg. ἀμπταίην E.Io 796, med. 3.a sg. ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, inf. ἀναπτῆναι Alciphr.4.16.5, part. ἀμπτάμενα E.Andr.1219]
1 remontarse, alzar el vuelo ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 2.55, Antipho Fr.57, E.Hec.1100, ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα E.Io 796, cf. Med.440, Alciphr.4.16.5, πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, cf. Lg.905a, Aeschin.3.209, ἢν ... ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες Ar.Lys.774, cf. Au.1373, εἰς τὸ πέλαγος Arist.HA 615b2, abs., Arist.HA 613b20
•fig. del poeta ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.83.1.
2 fig. volar, correr mucho περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S.Ai.693, ἀνέπταν φόβῳ S.Ant.1307, ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα E.Andr.1219, cf. Luc.Alex.30, jugando con las dos acepciones ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν Ar.Au.35.
Greek Monolingual
ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α)
1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας
2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι
3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω.
Greek Monotonic
ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἀν-επτόμην ή ἀν-επτάμην, επίσης στον Ενεργ. τύπο ἀν-έπτην·
1. πετώ, πετώ μακριά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., είμαι έτοιμος να πετάξω, ἀνεπτάμαν, σε Σοφ.· ἀνέπταν φόβῳ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπέτομαι: поэт. ἀμπέτομαι (fut. ἀναπτήσομαι, aor. 2 ἀνεπτόμην)
1) взлетать, улетать (πρὸς Ὄλυμπον Arph.; εἰς τὸν οὐρανόν Plat., Aeschin.): αἰθερία ἀνέπτα Eur. она вознеслась в эфир;
2) подпрыгивать, трепетать: περιχαρὴς ἀνεπτάμᾱν (дор.) Soph. я трепещу от восторга; ἀνέπταν φόβῳ Soph. я охвачен страхом.