κακοδαιμονία

From LSJ
Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονία Medium diacritics: κακοδαιμονία Low diacritics: κακοδαιμονία Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: kakodaimonía Transliteration B: kakodaimonia Transliteration C: kakodaimonia Beta Code: kakodaimoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po.1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc.    II possession by an evil spirit, Ar.Pl.501, X.Mem.2.3.19, D.2.20.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαθία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ ἀτυχία, δυστυχία, ἀντίθετον τῷ εὐδαιμονία, Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, μανία, Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 propr. possession par un mauvais esprit ; démence;
2 malheur, infortune.
Étymologie: κακοδαίμων.

Greek Monolingual

η κακοδαίμων
(AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)
δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία
αρχ.
το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. ατυχία, δυστυχία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. κατάληψη από δαίμονα, μανία, παραφροσύνη, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαιμονία -ας, ἡ, Ion. κακοδαιμονίη [κακοδαίμων] ongeluk, tegenspoed:. ταῦτα ἔπρηξα... τῇ ἐμεωυτοῦ... κακοδαιμονίῃ ik heb dat gedaan tot mijn eigen ongeluk Hdt. 1.87.3. bezetenheid, dwaasheid:. δείγματα τῆς ἐκείνου γνώμης καὶ κακοδαιμονίας bewijzen van zijn denkvermogen en dwaasheid Dem. 2.20.