πλώω

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλώω Medium diacritics: πλώω Low diacritics: πλώω Capitals: ΠΛΩΩ
Transliteration A: plṓō Transliteration B: plōō Transliteration C: ploo Beta Code: plw/w

English (LSJ)

Ion.for πλέω.

German (Pape)

[Seite 639] ep. u. ion. statt πλέω, schiffen, schwimmen; Il. 21, 302 Od. 5, 240 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 348; πλωέμεναι, Luc. Alex. 54; Her. πλώειν, 4, 156. 8, 108; πλωούσας, 8, 10. 22. 42; impf. ἔπλωον, 8, 41; auch aor. ἔπλωσα, 4, 148, int. πλῶσαι, 1, 24, u. partic., 4, 156 (vgl. ἐπιπλώσας Il. 3, 47). Auch Eur. Hel. 539 braucht es u. wird darüber von Ar. Th. 878 (οἷ πεπλώκαμεν) verspottet. Dazu gehört der epische aor. ἔπλων, part. πλώς, πλῶντος, der bei Hom. nur in Zusammensetzungen, wie ἀπέπλω, ἐπέπλως, ἐπιπλώς, παρέπλω vorkommt; als simpl. findet er sich bei sp. D. ἔπλων δ' ὅτ' ἔπλωεν ἐκεῖνος Ep. ad. 185 (VII. 169). S. die compp.

Greek (Liddell-Scott)

πλώω: Ἰων. ἀντὶ πλέω.

French (Bailly abrégé)

épq. et ion. c. πλέω.

English (Autenrieth)

(πλώϝω, parallel form to πλέω), ipf. πλῶον: swim, float.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. πλέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< πλώFω) ανάγεται στην εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας pleu- του ρ. πλέω (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με φωνηεντισμό -ō- χωρίς -F- (πρβλ. αρχ. ισλδ. flōa, γοτθ. flōdus «ποταμός»). Ο αθέματος αόρ. ἔπλων του ρ. (πρβλ. ἔγνων) δεν πρέπει να είναι αρχ. αλλά μτγν. σχηματισμός, παράλληλος προς τον σιγματικό αόρ. ἔπλωσα (για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας βλ. λ. πλέω, πλούτος, πλύνω).
ΠΑΡ. πλώιμος, πλωτήρ(ας), πλωτός
αρχ.
πλω(ϊ)άς, πλώς, πλώσιμος, πλωτίς, πλώτωρ].

Greek Monotonic

πλώω: Ιων. αντί πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλώω [~ πλέω] ep. imperf. πλῶον; ep. aor. ἔπλων in compos., ep. ptc. πλώς in compos., varen, drijven:. τεύχεα... πλῶον καὶ νέκυες er dreven wapens en lijken Il. 21.302.