σχῖνος

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχῖνος Medium diacritics: σχῖνος Low diacritics: σχίνος Capitals: ΣΧΙΝΟΣ
Transliteration A: schînos Transliteration B: schinos Transliteration C: schinos Beta Code: sxi=nos

English (LSJ)

ἡ,

   A mastich, Pistacia Lentiscus, Hdt.4.177, Thphr HP9.1.2, LXXSu.54, Sor.1.121, al., Gal.6.644; trodden on by goats, Theoc.5.129, Babr.3.4.    II = σκίλλα, Epich.160, Hp.Mul.2.201 (cf. Gal. 19.145), Cratin.232, Ar.Pl.720, Fr.255, Anaxandr.5c, Thphr.CP5.6.10, Sign.55.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, 1) der Mastixbaum, lentiscus, zuerst bei Her. 4, 177. – 2) die Meerzwiebel, Ar. Plut. 720.

Greek (Liddell-Scott)

σχῖνος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σκῖνος», μαστιχιά, μαστιχόδενδρον, Λατ. lentiscus, Ἱππ. 670, 5, Θεόκρ. 7. 133· ἐσθιόμενος ὑπὸ τῶν αἰγῶν, ὁ αὐτ. 5. 129, Βάβρ. 3. 4, πρβλ. λήδανον. 2) ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Ἡρόδ. 4. 177. ΙΙ. σκίλλα, σκιλλοκρόμμυδον, λάμβανε χερσὶν σχῖνον μεγάλην Κρατῖνος ἐν «Χείρωσι» 7, Ἀριστοφ. Πλ. 720, Ἀποσπ. 251, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 68Β, 71Α· ἴδε Foës. Oec. n. Hipp. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 376-377.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lentisque, plante ; fruit du lentisque;
2 oignon marin (d’ord. σκίλλα).
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish

lentisco

Greek Monolingual

ο / σχῑνος, ἡ, ΝΜΑ, και σκίνος και τ. ουδ. πληθ. σκίνα, τα, Ν
κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Pistacia lentiscus που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στο γένος πιστακία, αλλ. μαστιχόδενδρο
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 20 ώς 30 είδη αειθαλών μικρών δένδρων ή θάμνων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και για τη σκιά τους, συνήθως σε δενδροστοιχίες κατά μήκος τών δρόμων, αλλ. σχοίνος
αρχ.
ο βολβός του φυτού σκίλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όνομα φυτού, άγνωστης ετυμολ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο μεταπλασμένος τ. πληθ. σκίνα (πρβλ. σκίζω: σχίζω.

Greek Monotonic

σχῖνος: ἡ,
I. 1. μαστιχόδεντρο, Λατ. entiscus, σε Θεόκρ.
2. ο καρπός του δέντρου, σε Ηρόδ.
II. φυτό σκυλοκρέμμυδο ή κρεμμύδι της θάλασσας, = σκίλλα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχῖνος -ου, ἡ mastix-boom.