πέλεια

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεια Medium diacritics: πέλεια Low diacritics: πέλεια Capitals: ΠΕΛΕΙΑ
Transliteration A: péleia Transliteration B: peleia Transliteration C: peleia Beta Code: pe/leia

English (LSJ)

ἡ, (cf. πελλός)

   A dove or pigeon, esp. wild rock-pigeon, Columba livia, Od.15.527, etc. ; φύγεν ὥς τε π. Il. 21.493 ; τρήρων (q. v.) πέλεια 23.853, Od.12.62, etc. ; πτηνὴ π. S.Aj.140, cf. E. Ion 1197 ; ὑπόπτεροι π. S. Ph.289 ; cf. sq. 1.    II πέλειαι, αἱ, prophetic priestesses at Dodona, Paus.7.21.2, 10.12.10 ; cf. sq. 11 and πελείους.

German (Pape)

[Seite 550] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε πέλεια, Il. 21, 493; τρήρων, oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς κῶμος πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεια: ἡ, (πελὸς) ἡ ἀγρία περιστερά, Columba oenas (πρβλ. οἰνάς), οὕτως ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς σύμβολον δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε πέλεια Ἰλ. Φ. 493˙ ἐντεῦθεν συνεχῶς καλεῖται τρήρων (ὅπερ κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ πέλεια), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, ὄνομα τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ ὡσαύτως πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.»

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pigeon, colombe, oiseau.
Étymologie: πελός.

English (Autenrieth)

wild dove, wild pigeon.

Greek Monolingual

και πελίη, ἡ, Α
1. το αγριοπερίστερο
2. στον πληθ. αἱ πέλειαι
οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα pel- / pol- «γκρίζος, φαιός» —με επίθημαja τών πελιδνός, πελιός, πολιός. Όπως και το λατ. palumbes «περιστέρι», το πουλί ονομάστηκε έτσι από το γκριζόμαυρο χρώμα του. Η ίδια ονομασία αποδόθηκε μεταφορικά και στις ιέρειες του μαντείου της Δωδώνης είτε λόγω παλαιάς θρησκευτικής παράδοσης για θηριομορφικές λατρευτικές εκδηλώσεις είτε λόγω τών κραυγών τών ιερειών όταν χρησμοδοτούσαν, κραυγών που θύμιζαν πουλιά, είτε, τέλος, για το χρώμα τών μαλλιών τους, που έμοιαζε με το γκριζωπό χρώμα τών περιστεριών (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύλιδας»).

Greek Monotonic

πέλεια: ἡ (πελός
I. άγριο περιστέρι, «πέτρινο» περιστέρι, καλείται έτσι από το σκούρο χρώμα του, σε Ομηρ., Σοφ.
II. πέλειαι, αἱ, όνομα ιερειών-προφητισσών, πιθ. από τα προφητικά περιστέρια της Δωδώνης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πέλεια: ἡ дикий голубь Hom., Soph., Eur. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλεια -ας, ἡ [~ πελιός] duif.