καταπίπτω

From LSJ
Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίπτω Medium diacritics: καταπίπτω Low diacritics: καταπίπτω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: katapíptō Transliteration B: katapiptō Transliteration C: katapipto Beta Code: katapi/ptw

English (LSJ)

fut. -πεσοῦμαι: aor. κατέπεσον, poet. κάππεσον (the only tense used by Hom.), Dor. κάπετον (q. v.), also

   A κατέπετον IG 4.951.80(Epid.); late 3sg. opt. -πέσειεν Apollod.Poliorc.168.5 (v.l. -οιεν): pf. -πέπτωκα:—fall, drop, καππεσέτην Il.5.560; κάππεσον ἐν Λήμνῳ 1.593; κάππεσον ἐν κονίῃσι 12.23; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππεσε 16.311,414; πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε Od.5.374; ἀφ' ὑψηλοῦ πύργου Il. 12.386; ἀπὸ τῶν ἡμιπλινθίων Hdt.1.50; ἀπὸ τῆς κλίμακος Ar.Av. 840; ἀπ' ὄνου Id.Nu.1273; ἀφ' ἵππου X.Oec.1.8; ἐς μέσους τοὺς ἄνθρακας E.Cyc.671; ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyr.4.5.54; πληγεὶς κ. Lys.1.27; οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι And.1.108, BGU282.7 (ii A. D.), etc.: used as Pass. of καταβάλλω, πρὸς ἡμῶν κάππεσε, = κατεβλήθη, A.Ag.1553 (lyr.).    2 metaph., παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός their spirit fell, Il. 15.280; μήτε καταπεσὼν ὀδύρεο Archil.66.5; πρὸς τὴν φήμην τῆς ἐφόδου -πεσόντες J.BJ7.4.2, cf. Paus.10.20.1; κ. τὴν ψυχήν v.l. in J. AJ6.14.2: freq. in pf. part. καταπεπτωκώς, base, contemptible, λόγος Aristeas144; γένος ἄτιμον καὶ κ. Plu.Phoc.4; ἀγεννεῖς καὶ καταπεπτωκότες Lib.Decl.30.45; ταῖς ψυχαῖς καὶ τοῖς σώμασι Them.Or.10.136b.    b κ. εἰς ἀπιστίαν Pl.Phd.88d; εἰς ἀπορίαν Id.Men.84c; πρὸς τὸ Χεῖρον J.AJ2.16.1.    3 τὰ -πίπτοντα the accidents of fortune, Vett.Val.40.15.    4 τὰς νυνὶ -πεπτωκυίας [ἐμβολάς] which have just been rejected, Hegetorap.Apollon.Cit.3.    5 ἄλλα, ἃ -πέπτωκε τούτοις which fall under the same head, Gal.5.723.    II have the falling sickness, Luc.Tox.24, Philops.16.

German (Pape)

[Seite 1370] (s. πίπτω), herunterfallen, niederstürzen; Hom. aor. κάππεσον, Il. 1, 593 u. öfter, ἐν κονίῃσι 12, 23, πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κάππεσεν 16, 311, αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσεν Od. 5, 374; übertr., πᾶσι δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός Il. 15, 280; κάπετον, in dor. Form, Pind. Ol. 3, 38; πρὸς ἡμῶν κάππεσε, κάτθανε, Aesch. Ag. 1532; μεθύων κατέπεσες ἐς μέσους τοὺς ἄνθρακας Eur. Cycl. 667; καταπεσὼν κείσομαι Ar. Eccl. 963; ἀπ' ὄνου Nubb. 1273; in Prosa, hineingerathen, verfallen, εἰς ἀπορίαν Plat. Men. 84 c, εἰς ἀπιστίαν καταπέπτωκεν ὁ λόγος Phaed. 88 d. – Von der fallenden Sucht, Luc. Tox. 24 Philops. 16; οἱ καταπεπτωκότες, denen der Muth gesunken ist, neben ἀγεννεῖς, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀόρ. κατέπεσον, ποιητ. κάππεσον, (ὁ μόνος εὔχρηστος παρ’ Ὁμ. τύπος), Δωρ. κάππετον καὶ κάπετον Πινδ. Ο. 8. 38, ὃ ἴδε πρκμ. καταπέπτωκα: ἀόρ. α' κατέπτωσα, ἐπὶ μεταβατ. σημασίας, Σύγκελλ. 313C, (ἂν μὴ ἀναγνωστέον κατέπωσε, ἐκ τοῦ καταπίνω). Πίπτω κάτω, καππεσέτην Ἰλ. Ε. 560· κάππεσον ἐν Λήμνῳ Α. 593· κάππεσεν ἐν κονίησι Μ. 23· πρηνὴς ἐπὶ γαίη κάππεσε ΙΙ. 311· πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε Ὀδ. Ε. 374· κτλ.· ἀφ’ ὑψηλοῦ πύργου Ἰλ. Μ. 386, πρβλ. Ἡρόδ. 1, 50· ἀπὸ τῆς κλίμακος Ἀριστοφ. Ὄρν. 840· ἀπ’ ὄνου ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1273· ἀφ’ ἵππου Ξεν. Οἰκ. 1, 8· ἐς τοὺς ἄνθρακας Εὐρ. Κύκλ. 671· ἐπὶ τῆς γῆς Ξεν. Κύρ. 4.5, 54· καὶ ἐπὶ τὴν γῆν καταπίπτει νεκρὸς Πράξ. 28, 6· κ. πληγεὶς Λυσ. 94, 18· οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι Ἀνδοκ. 14.36.- ἐν χρήσει ὡς Παθ. τοῦ καταβάλλω, πρὸς ἡμῶν κάππεσε, κάτθανε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532. 2) μεταφ., ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὡς τὸ Λατ. concidere, παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός, κατέπεσε τὸ θάρρος αὐτῶν, τὰ ἔχασαν, Ἰλ. Ο. 280, πρβλ. Ἀρχίλ. 14· θυμὸς καταπεσών, λυπούμενος, ἀντίθ. τῷ ἀγαλλόμενος· ἀγενεῖς καὶ καταπεπτωκότες, ἄθυμοι, ἄνευ φρονήματος, Λιβάν. 4. σ. 172· τοῖς Ἕλλησι κατεπεπτώκει ἐς ἅπαν τὰ φρονήματα Παυσ. 10. 20, 1· κατέδεισε καὶ τὴν ψυχὴν κατέπεσε Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 2· ταῖς ψυχαῖς καὶ τοῖς σώμασιν κ. Θεμίστ. 136Β· καὶ ἡ ψυχὴ καταπίπτει Ξεν. Ἐφέσ. 1, 5· ταῖς γνώμαις καταπεπτωκότες Συνέσ. 117, Β· καὶ ἄνευ πτώσεως, καταπεσόντες Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 4, 2. β) κατ. εἰς ἀπιστίαν Πλάτ. Φαίδων 88D· εἰς ἀπορίαν καταντῶ ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 84C· πρὸς τὸ χεῖρον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 16, 1. ΙΙ. πάσχω ἐξ ἐπιληψίας, Λουκ. Τόξ. 24, Φιλόψ. 16.

French (Bailly abrégé)

f. καταπεσοῦμαι;
tomber : πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε poét. OD il se jeta dans la mer ; fig.
1 tomber (dans un défaut, dans le malheur, etc.) avec εἰς et l’acc.;
2 abs. se laisser abattre, être abattu : πᾶσιν παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός IL leur courage à tous tomba à leurs pieds, càd s’amollit;
3 tomber malade.
Étymologie: κατά, πίπτω.

English (Autenrieth)

aor. sync. κάππεσον: fall down; fig., παραὶ ποσὶ κάππεσε θῦμός, i. e. their courage utterly forsook them, Il. 15.280.

English (Strong)

from κατά and πίπτω; to fall down: fall (down).

English (Thayer)

2nd aorist κατέπεσον; (from Homer down); to fall down: εἰς τήν γῆν, ἐπί τήν πέτραν, T Tr WH.

Greek Monolingual

(AM καταπίπτω)
βλ. καταπέφτω.

Greek Monotonic

καταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ κατ-έπεσον, ποιητ. κάπ-πεσον, γʹ δυϊκ. καπ-πεσέτην· παρακ. πέπτωκα·
I. 1. πέφτω ή ρίχνομαι κάτω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· χρησ. ως Παθ., κάππεσε = κατεβλήθη, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., κάππεσε θυμός, κατέπεσε, μειώθηκε το ηθικό τους, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. εἰς ἀπιστίαν, σε Πλάτ.
II. πάσχω από επιληψία, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίπτω neervallen:; πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε hij stortte voorover in zee Od. 5.374; ἀπὸ τῆς κλίμακος κ. van de ladder vallen Aristoph. Av. 840; οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι ingestorte huizen And. 1.108; als pass. bij καταβάλλω:. πρὸς ἡμῶν κάππεσε door mijn hand is hij gevallen Aeschl. Ag. 1553. overdr. wegzakken, vervallen:; πᾶσιν παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός bij allen zonk de moed in de schoenen Il. 15.280; εἰς ἀπιστίαν κατεπέπτωκεν (het betoog) is ongeloofwaardig geworden Plat. Phaed. 88d; εἰς ἀπορίαν κ. in verlegenheid raken Plat. Men. 84c; ptc. perf. καταπεπτωκώς minderwaardig:. γένος ἄτιμον καὶ κ. een eerloze en minderwaardige familie Plut. Phoc. 4.1. geneesk. een epileptische aanval hebben.