φρύνη
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A toad, Arist.HA530b34, Timae.156, Ael.NA17.12. II = βατράχιον 2, Cyran.39. III nickname of several Athenian courtesans, from their complexion, Ar.Ec.1101, Macho ap.Ath.13.583b:—so φρῦνις, ὁ, name of a Com. Poet, Ar.Nu.971. (Cf. Skt. babhrús 'brown', OHG. brūn 'brown', etc.)
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, die Kröte; Arist. H. A. 2, 15; Theophr. – S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
φρύνη: [ῡ], ἡ, εἶδος βατράχου, ζῶντος ἐν τῇ ξηρᾷ, καὶ τὴν μὲν ἡμέραν κρυπτομένου ἐν σκοτεινοῖς τόποις, τὴν δὲ νύκτα, ἐξερχομένου πρὸς ἀναζήτησιν τροφῆς, συνισταμένης ἐκ ποικίλων ζῳυφίων, Bufo cinereus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 7, Τίμαιος 156. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἑταιρῶν τινων Ἀθηναϊκῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1101, πρβλ. Ἀθήν. 585 κἑξ.· ― οὕτω Φρῦνις, ιδος, ὁ, ὄνομα κωμικοῦ ποιητοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 971. (Πρβλ. φρῦνος. Φρύνιχος, κλπ.· Λατ. fur-vus· Σανσκρ. ba-bhrus (subrufus)· Ἀρχ. Γερμ. brûn (brown)· ― οὕτω τὸ rubeta εἶναι συγγενὲς τῷ ruber· ἴδε Κούρτ. 416).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
crapaud, animal.
Étymologie: φρῦνος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. φρύνος
2. (στην Αθήνα) ως κύριο όν. ἡ Φρύνη
σκωπτικό όνομα εταίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φρύνη και φρῦνος ανάγονται στην ΙΕ ρίζα bher- «λαμπερός, αυτός που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα» από την οποία έχουν προέλθει ποικίλοι τ. άλλων ΙΕ γλωσσών που χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν διάφορα είδη ζώων με αναφορά στο χρώμα τους: αρχ. ινδ. ba-bhru- «είδος ιχνεύμονος», λατ. fiber «κάστορας», αρχ. άνω γερμ. bibar «κάστορας» (πρβλ. γερμ. Biber), αρχ. άνω γερμ. bero «αρκούδα» (πρβλ. αγγλ. bear, γερμ. Bar). Οι ελλ. τ. φρύνη (< bhrū-nā) και φρῦνος (< bhrū-nos) έχουν σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhr- της ρίζας, με επέκταση το φωνήεν -ū- και έρρινο επίθημα -no- / -nā-, και αντιστοιχεί ως προς τον τρόπο σχηματισμού με το αρχ. άνω γερμ. brūn «αυτός που έχει καστανό χρώμα» (πρβλ. γερμ. braun, αγγλ. brown). Επομένως, η λ. φρύνη / φρῦνος θα πρέπει να ήταν αρχικά τ. δηλωτικός του χρώματος του ζώου και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για το είδος αυτό βατράχου, για το οποίο δεν υπήρχε αντίστοιχη ΙΕ ονομασία. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια τα είδη τών ζώων που δηλώνουν οι τ. φρύνη / φρῦνος και βάτραχος και να διακριθούν μεταξύ τους. Τέλος, από τη λ. έχουν προέλθει πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φρύνη, Φρύνις, Φρύνιχος, Φρυνίων, Φρυνίσκος, Φρύνων, Φρυνώνδας κ.ά.)].
Greek Monotonic
φρύνη: [ῡ], ἡ, βάτραχος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
φρύνη: (ῡ) ἡ жаба Arph., Arst.