ἀκύμων

From LSJ
Revision as of 15:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύμων Medium diacritics: ἀκύμων Low diacritics: ακύμων Capitals: ΑΚΥΜΩΝ
Transliteration A: akýmōn Transliteration B: akymōn Transliteration C: akymon Beta Code: a)ku/mwn

English (LSJ)

(A), [ῡ], ον, gen. ονος, (κῦμα)

   A = ἀκύμαντος, Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀ. πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.
ἀκύμ-ων (B), [ῡ], ον, gen. ονος, (κυέω)

   A without fruit, barren, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: ἀ, κύω.

English (Slater)

ᾰκῡμων
   1 waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleajedel mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.

• Etimología: v. κυέω

Greek Monolingual

(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].———————— (II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].

Greek Monotonic

ἀκύμων: ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
ἀκύμων: ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный (νηδύς Eur.).
2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный (πόντος Aesch., Pind.; πόντου νῶτος Eur.; θάλασσα, πόρος, βίος Plut.).