ἀντίφραγμα

From LSJ
Revision as of 16:41, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφραγμα Medium diacritics: ἀντίφραγμα Low diacritics: αντίφραγμα Capitals: ΑΝΤΙΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: antíphragma Transliteration B: antiphragma Transliteration C: antifragma Beta Code: a)nti/fragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A counter-fence, bulwark, πρός τι Plu.2.558d.

German (Pape)

[Seite 263] τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφραγμα: τό, φραγμὸς ἐναντίον τινός, πρόχωμα, ταῦτα μὲν ὥςπερ ἀντιφράγματά σοι κείσθω πρὸς τοὺς … κατηγορικοὺς ἐκείνους Πλούτ. 2. 558D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
baluarte πρὸς τοὺς ἄγαν πικροὺς ... ἐκείνους Plu.2.558d.

Greek Monolingual

ἀντίφραγμα, το (Α)
οχύρωμα, πρόχωμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφραγμα: ατος τό преграда (πρός τινα или τι Plut.).