ἐμπίτνω

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπίτνω Medium diacritics: ἐμπίτνω Low diacritics: εμπίτνω Capitals: ΕΜΠΙΤΝΩ
Transliteration A: empítnō Transliteration B: empitnō Transliteration C: empitno Beta Code: e)mpi/tnw

English (LSJ)

poet. for ἐμπίπτω,

   A fall upon, εἰς ὅμιλον B.9.24; τινί A. Ag.1468 (lyr.), Supp.120 (lyr.), cf. S.Aj.58.

German (Pape)

[Seite 813] (richtiger als ἐμπιτνέω, vgl. πίτνω), = ἐμπίπτω; δαῖμον ἐμπίτνεις δώμασι Aesch. Ag. 1447. 1148; Soph. Ai. 58, vom feindlichen Anfallen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπίπτω, Δαῖμον, ὡς ἐμπίτνεις δώμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Ἱκ. 120, Σοφ. Αἴ. 58· ἐς ἵππιον ἐμπίτνων ὅμιλον Βακχυλ. 9. 24 (Blass)· πρβλ. πίτνω.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἐμπιτνέω;
seul. prés;
c.
ἐμπίπτω.
Étymologie: ἐν, πίτνω.

English (Slater)

ἐμπίτνω (ἐμπίπτων: aor. ἔμπετες, ἔμπεσε; ἐμπεσεῖν.)
   a fall upon c. dat. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι of a wrestler (P. 8.81) βαρὺ δέ σφιν Ἀχιλεὺς ἔμπεσε, χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Hermann: ἔμπεσ' Ἀχιλεὺς codd.) (N. 6.51)
   b attack (with words) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (ἐμπίτνων coni. Schr., “nam πίπτω non est apud P.”) (I. 1.68)
   c light upon, i. e. be exposed to c. dat. αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73)

Spanish (DGE)

I intr.
1 caer sobre, abatirse c. dat. δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις δώμασι divinidad que te abates sobre el palacio A.A.1468, cf. 1175, B.10.24.
2 dar contra, golpear c. dat. πολλάκι δ' ἐμπίτνω ξὺν λακίδι λινοσινεῖ Σιδονίᾳ καλύπτρᾳ una y otra vez doy contra mi velo sidonio con golpe que rasga el lino A.Supp.120, 131.
II tr. atacar ἄλλοτ' ἄλλον ἐμπίτνων στρατηλατῶν S.Ai.58.

Greek Monolingual

ἐμπίτνω (Α)
ἐμπίπτω.

Greek Monotonic

ἐμπίτνω: ποιητ. αντί ἐμπίπτω, πέφτω πάνω σε, ρίχνομαι, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπίτνω: Aesch., Soph. = ἐμπίπτω 3, 5, 7.