ἐπαμύνω

From LSJ
Revision as of 20:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμύνω Medium diacritics: ἐπαμύνω Low diacritics: επαμύνω Capitals: ΕΠΑΜΥΝΩ
Transliteration A: epamýnō Transliteration B: epamynō Transliteration C: epamyno Beta Code: e)pamu/nw

English (LSJ)

   A come to aid, succour, τινί Il.6.361, 18.99,al., Th.3.14, al., Lys.12.99, etc.    2 abs., Il.16.540,al. (never in Od.), Hdt.1.82, Th.1.25,101, Lys.3.16, etc.; τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί apologetic arguments to prove that... Pl.Lg.891b.    3 ward off, δολίην v.l. for ἀπ- in AP5.6 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 898] helfen, beistehen; ohne Casus, Il. 16, 540. 21, 311; τινί, 6, 361; Folgde; Prosa, Isocr. 4, 52; ταῖς συμφοραῖς 4, 42; Plat. Theaet. 168 e; καὶ βοηθέειν Her. 9, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμύνω: σπεύδω εἰς βοήθειάν τινος, μετὰ δοτ. ὄφρ’ ἐπαμύνω Τρῶεσσ’ Ἰλ. Ζ. 361., Σ. 99 κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 14 κ. ἀλλ., Λυσ. 139. 30, κλ. 2) ἀπολ., ἐν Ἰλ. Π. 540 κ. ἀλλ. (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), οὕτως ἐν Ἡροδ. 9. 61, Θουκ. 1. 25, 101, Λυσ. 97. 42, κλ.· τῶν ἐπαμυνόντων λόγων, ὡς εἰσὶ θεοὶ Πλάτ. Νόμοι 891Β.

French (Bailly abrégé)

1 secourir, défendre : τινι qqn;
2 repousser, écarter : συμφοραῖς ISOCR des malheurs.
Étymologie: ἐπί, ἀμύνω.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἐπάμῦνον: bring aid to, come to the defence, abs., and w. dat., Il. 5.685, Il. 8.414. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπαμύνω (AM) αμύνω
1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία
β. «σὺ δ' οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» — τών λόγων, τών επιχειρημάτων που θα αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί Πλατ.).

Greek Monotonic

ἐπᾰμύνω: μέλ. -ῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζομαι, βοηθώ, τινί, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰμύνω: (ῡ) (эп. inf. praes. ἐπαμυνέμεν, aor. conjct. ἐπαμύνω)
1) оказывать помощь, защищать (τινί Hom., Arst., Plut.): ἐ. τοῖς πράγμασιν Dem. стараться поправить дела; οἱ ἐπαμύνοντες λόγοι Plat. доводы, доказательства;
2) защищать (от чего-л.), предотвращать (συμφοραῖς Isocr.).