κανηφόρος

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφόρος Medium diacritics: κανηφόρος Low diacritics: κανηφόρος Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kanēphóros Transliteration B: kanēphoros Transliteration C: kaniforos Beta Code: kanhfo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying a basket: Κανηφόροι, αἱ, at Athens, title of maidens who carried baskets in procession at festivals, Ar.Ach.242 (sg.), al. (cf. Sch. ad loc.), Hermipp.26, IG22.896.9 (sg.); represented in works of art, Cic.Verr.4.3.5, Plin.HN36.25; elsewh., as title of priestess, κ. θεᾶς Ἀρτέμιδος CIG4362 (Pisid.); κ. Ἀρσινόης Φιλαδέλφου PCair.Zen.3 (iii B.C.), PTeb.176 (iii/ii B.C.), cf. PStrassb.83.10 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1320] korbtragend, gew. ἡ καν., die Jungfrau, welche in Athen an den Festen der Demeter u. Athene, wie an den Dionysien einen Korb mit heiligen Geräthen auf dem Kopfe in Procession trug, Ar. Av. 1551; Inscr. u. VLL. Hierzu erwählt zu werden galt als eine hohe Ehre. Die Künstler stellten oft solche weibliche Gestalten dar, die mit beiden Händen einen Korb auf dem Kopfe hielten; am berühmtesten waren die Kanephoren des Polyklet und des Skopas.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸ ἱερὸν κάνιστρον.-Κανηφόροι, αἱ, παρθένοι ἐν Ἀθήναις φέρουσαι ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὑτῶν κατὰ τὰς πομπὰς κανᾶ ἐν οἷς ὑπῆρχον τὰ ἱερὰ σκεύη ὧν χρῆσις ἐγίνετο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Δήμητρος, τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 242, 260, Ὄρν. 1551, Ἐπιγραφ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing σ. 46. - Καθ’ Ἡσύχ.: «κανηφόροι· ἐν ταῖς πομπαῖς αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι ἐκανηφόρουν, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς Παναθηναίοις. οὐ πάσαις δὲ ἐφεῖτο κανηφορεῖν»· -ὡσαύτως, καν. θεᾶς Ἀρτέμιδος Ἐπιγραφ. Πισιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4362. Αἱ Ἀθηναῖαι κανηφόροι ὤφειλον νὰ ἔχωσιν ἡλικίαν ἀνωτέραν τῶν δέκα ἐτῶν, εἶχον τὴν κόμην πεπασμένην, ἔφερον δὲ ὁρμαθὸν ξηρῶν σύκων καὶ ἕτεραι ἐπεσκίαζον αὐτὰς ἄνωθεν διὰ σκιαδίου ἢ θολίας. Τὸ ὑπούργημα αὐτῶν, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς ἡ μεγίστη τιμή, ἐκαλεῖτο κανηφορία, καὶ τὸ ῥῆμα κανηφορέω. Τοιαῦτα ἀγάλματα παρθένων, αἵτινες δι’ ἑκατέρων τῶν χεινῶν κρατοῦσιν ἐπὶ κεφαλῆς κανοῦν, πολλάκις κατεσκεύαζον οἱ ἀρχαῖοι τεχνῖται, τὰ περιφημότερα δὲ τούτων ἦσαν αἱ Κανηφόροι τοῦ Πολυκλείτου καὶ τοῦ Σκόπα, πρβλ. Mūller Archāol. d. Kunst § 422. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une corbeille ; particul. à Athènes αἱ κανηφόροι les canéphores, jeunes filles qui portaient sur leur tête les corbeilles contenant les objets pour le sacrifice.
Étymologie: κάνεον, φέρω.

Greek Monolingual

κανηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει κάνιστρο
2. το θηλ. ως ουσ. κανηφόρος
α) τίτλος ιέρειας
β) στον πληθ. αἱ κανηφόροι
i) ονομασία τών παρθένων που κρατούσαν πάνω στο κεφάλι κάνιστρα με τα ιερά σκεύη κατά την τέλεση εορταστικών πομπών
ii) τα έργα τέχνης που αναπαριστούσαν τις κανηφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. κανηφόρος < κανε-η-φόρος (αντί του αναμενόμενου κανεο-φόρος) < κάνεον «πανέρι» + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, κερδο-φόρος. Το -η-είναι συνδετικό φωνήεν που εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις αντί του -ο- (πρβλ. δρεπαν-η-φόρος, ομφαλ-η-τόμος)].

Greek Monotonic

κᾰνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατά ιερό κάνιστρο· Κανηφόροι, αἱ, αυτές που κρατούν τα Ιερά Κάνιστρα· στην Αθήνα, παρθένες που έφεραν πάνω στα κεφάλια τους καλάθια που περιείχαν ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές προς τιμή της Δήμητρας, του Διονύσου και της Αθηνάς, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφόρος Dor. καναφόρος [κάνεον, φέρω] relig. een mand dragend; subst. αἱ Κανηφόροι de Kanephoren (manddraagsters bij processie in Athene en op het eiland Kos).

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφόρος: ἡ культ. канефора (девушка, несущая на голове корзину со священной утварью для жертвоприношения) Arph.