νῖκος

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῖκος Medium diacritics: νῖκος Low diacritics: νίκος Capitals: ΝΙΚΟΣ
Transliteration A: nîkos Transliteration B: nikos Transliteration C: nikos Beta Code: ni=kos

English (LSJ)

εος, τό, later form for νίκη, LXX 1 Es.3.9, BGU1002.14 (i B.C.), IG12 (5).764.2 (Andros, prob. i A.D.; written νεῖκος), Ev.Matt.12.20, Vett.Val.358.5, Orph.A.587, APl.5.381, read by Aristarch. in Il.12.276;

   A εἰς νῖκος for ever, LXX 2 Ki.2.26, al.

German (Pape)

[Seite 257] τό, = νίκη, Sp., wie Polem. 1, 12; Theocr. 22, 129; vgl. Lob. Phryn. 647. Aber Aesch. Suppl. 929 ist nicht hierher zu ziehen.

Greek (Liddell-Scott)

νῖκος: τό, μεταγενέστ. τύπος τοῦ νίκη, Ὀρφ. Ἀργ. 585, Ἀνθ. Πλαν. 381, κτλ.

English (Strong)

from νίκη; a conquest (concretely), i.e. (by implication) triumph: victory.

English (Thayer)

νικους, τό, a later form equivalent to νίκη (cf. Lob. ad Phryn., p. 647; (Buttmann, 23 (20); Winer s Grammar, 24)), victory: εἰς νῖκος, until he have gained the victory, κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος, (A. V. death is swallowed up in victory) i. e. utterly vanquished, Sept. sometimes translate the Hebrew לָנֶצַח, i. e. to everlasting, forever, by εἰς νῖκος, נֶצַח denotes also splendor, victory.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ νῑκος)
1. νίκη
2. εξουσία, επικυριαρχία
μσν.
1. υπερίσχυση, υπεροχή
2. συνεκδ. λάφυρα, λεία
3. νικητής
4. δύναμη, ισχύς
5. λαμπρότητα, ακτινοβολία
6. ευημερία, προκοπή
7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση
8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ (τὸ) νῑκος» — νικώ
β) «μοῡ ἔρχεται τὸ νῑκος» — νικώ
μσν.-αρχ.
φρ. «εἰς νῑκος» — εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νίκη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος, πιθ. αναλογικά προς το κράτος, αν δεν πρόκειται για αρχαιότερη λ.].

Greek Monotonic

νῖκος: τό, μεταγεν. τύπος αντί νίκη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νῖκος: εος τό NT = νίκη I.