οἰκτιρμός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ,
A pity, compassion, Pi. P.1.85 : pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.
English (Slater)
οἰκτιρμός
1 pity κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (P. 1.85)
English (Strong)
English (Thayer)
οἰκτιρμοῦ, ὁ (οἰκτείρω), the Sept. for רַחֲמִים) (the viscera, which were thought to be the seat of compassion (see σπλάγχνον, b.)), compassion, pity, mercy: σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ ( οἰκτίρμων), bowels in which compassion resides, a heart of compassion, רַחֲמִים), emotions, longings, manifestations of pity (English compassions) (cf. Fritzsche, Ep. ad Romans , iii., pp. 5ff; (Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (61))), τοῦ Θεοῦ, ὁ πατήρ τῶν οἰκτίρμων (genitive of quality (cf. Buttmann, § 132,10; Winer's Grammar, 237 (222))), the father of mercies i. e. most merciful, σπλάγχνα, Pindar, Pythagoras 1,164.) (Synonym: see ἐληω, at the end.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ οικτιρμός)
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί
συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. -μός (πρβλ. οδυρ-μός)].
Greek Monotonic
οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, λύπηση, συμπόνοια, συμπάθεια, σε Πίνδ.· στον πληθ., αισθήματα συμπάθειας, ελεημοσύνης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
οἰκτιρμός: ὁ (тж. σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ - v. l. οἰκτιρμῶν NT) сочувствие, сострадание, жалость Pind., NT.