πολέω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
(πέλω) mostly Poet., I intr., go about, range ouer, haunt, νῆσον Αἴαντος πολεῖ A.Pers.307; τί σὺ τῇδε πολεῖς; E.Alc.29 (anap.); τίς ὅδ' ἄρ' ἀμφὶ μέλαθρον πολεῖ; Id.Or.1270 (lyr.):—Med., ὄψεις ἔννυχοι πολούμεναι ἐς παρθενῶνας A.Pr.645 (dub., leg. πωλεύμεναι), cf. Ar.Av. 181: abs., πεφασμένως πολοῦνται Lex Sol. ap. Lys.10.19. 2 revolve, Pl.Cra.405d. II trans., turn up the earth with the plough, plough, ἔαρι πολεῖν Hes.Op.462; π. ἀρούρας Nic.Al.245.
German (Pape)
[Seite 655] (πόλος, πέλομαι), 1) umdrehen, umwenden, bes. γῆν, auch ohne diesen Zusatz, die Erde mit dem Pfluge umwenden, umpflügen, Hes. O. 464; ἀρούρας, Nic. Al. 245. – 2) wie das Vorige, sich wo herumdrehen, aufhalten; νῆσον, bewohnen, Aesch. Pers. 299. – Auch med., ὄψεις ἔννυχοι πολεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμούς, Aesch. Prom. 648; in Solons Gesetzen bei Lys. 10, 19 durch βαδίζω erklärt, s. πωλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πολέω: (πέλω) ποιητ. ῥῆμα, ὡς τὸ πολεύω, Ι. ἀμετάβ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, συχνάζω, κατοικῶ, νῆσον Αἴαντος πολεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 307· τί σὺ τῇδε πολεῖς; Εὐρ. Ἄλκ. 29 (λυρ)· τὶς ὅδ’ ἀρ’ ἀμφὶ μέλαθρον πολεῖ; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1269. (λυρ.)· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὄψεις ἔννυχοι πολούμεναι ἐς παρθενῶνας Αἰσχύλ. Πρ. 645· ἀπολ., πεφασμένως πολοῦνται Νόμος Σόλωνος παρὰ Λυσ. 117. 41. ΙΙ. μεταβ., ἀναστρέφω τὴν γῆν διὰ τοῦ ἀρότρου, ἀροτριῶ, (polare agros παρὰ τῷ Ἐννίω), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· π. ἀρούρας Νικ. Ἀλεξιφ. 245· ― πρβλ. ἀναπολέω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολεῖν· νέμειν, βόσκειν», καὶ «πολοῦνται· παρὰ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφονται». ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
intr. tourner autour de, τινι ; avec un acc. : νῆσον ESCHL se mouvoir à travers une île, y résider;
Moy. πολέομαι-οῦμαι se mouvoir dans, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: πόλος.
Greek Monotonic
πολέω: (πέλω), όπως το πολεύω, μόνο σε ενεστ.·
I. διαμένω, περιφέρομαι, τριγυρίζω, νῆσον Αἴαντος πολεῖ, σε Αισχύλ.· τί σὺ τῇδε πολεῖς; σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. ΙI. μτβ., οργώνω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολέω: Hes., Trag., med. Lys. = πολεύω.