πότημα

From LSJ
Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότημα Medium diacritics: πότημα Low diacritics: πότημα Capitals: ΠΟΤΗΜΑ
Transliteration A: pótēma Transliteration B: potēma Transliteration C: potima Beta Code: po/thma

English (LSJ)

(A), ατος, τό,

   A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
πότημα (B), ατος, τό, (πίνω)

   A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.).    II pill, Paul.Aeg.3.20.

German (Pape)

[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.

Greek Monolingual

(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμαὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].———————— (II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφ-ημα)].

Greek Monotonic

πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.

Russian (Dvoretsky)

πότημα: ατος τό Aesch. v. l. = πώτημα.