τελέαρχος

From LSJ
Revision as of 04:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελέαρχος Medium diacritics: τελέαρχος Low diacritics: τελέαρχος Capitals: ΤΕΛΕΑΡΧΟΣ
Transliteration A: teléarchos Transliteration B: telearchos Transliteration C: telearchos Beta Code: tele/arxos

English (LSJ)

ὁ, (

   A τέλος 1.3) police magistrate at Thebes, originally in charge of street-cleaning, Plu.2.811b: τελεαρχία, ἡ, his office, ibid.

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, eine polizeiliche Obrigkeit in Theben, Plut. reip. ger. praec. 15, wo Winkelmann τέλμαρχος conj.

Greek (Liddell-Scott)

τελέαρχος: ὁ, (τέλος ΙΙΙ) ἀστυνομικὸς ἄρχων, κυρίως ἐπιμελητὴς τῆς καθαριότητος τῶν ὁδῶν, ἐν Θήβαις, Πλούτ. 2. 811Β· - τελεαρχία, ἡ, τὸ ἔργον τοῦ τελεάρχου, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
téléarque, officier de police à Thèbes.
Étymologie: τέλος, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην αρχ. Θήβα) αξιωματούχος που επιτηρούσε την καθαριότητα τών δρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + -αρχος].

Russian (Dvoretsky)

τελέαρχος:τέλος 9] телеарх (в Фивах, должностное лицо по поддержанию порядка в городе) Plut.