τελέαρχος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ὁ, (
A τέλος 1.3) police magistrate at Thebes, originally in charge of street-cleaning, Plu.2.811b: τελεαρχία, ἡ, his office, ibid.
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, eine polizeiliche Obrigkeit in Theben, Plut. reip. ger. praec. 15, wo Winkelmann τέλμαρχος conj.
Greek (Liddell-Scott)
τελέαρχος: ὁ, (τέλος ΙΙΙ) ἀστυνομικὸς ἄρχων, κυρίως ἐπιμελητὴς τῆς καθαριότητος τῶν ὁδῶν, ἐν Θήβαις, Πλούτ. 2. 811Β· - τελεαρχία, ἡ, τὸ ἔργον τοῦ τελεάρχου, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
téléarque, officier de police à Thèbes.
Étymologie: τέλος, ἄρχω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην αρχ. Θήβα) αξιωματούχος που επιτηρούσε την καθαριότητα τών δρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + -αρχος].
Russian (Dvoretsky)
τελέαρχος: ὁ τέλος 9] телеарх (в Фивах, должностное лицо по поддержанию порядка в городе) Plut.