Τυφώς

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῡφώς Medium diacritics: Τυφώς Low diacritics: Τυφώς Capitals: ΤΥΦΩΣ
Transliteration A: Typhṓs Transliteration B: Typhōs Transliteration C: Tyfos Beta Code: *tufw/s

English (LSJ)

ῶ, ὁ,

   A = Τῠφωεύς (q.v.).    II as Appellat. τῡφώς, gen. τυφῶ A.Ag.656; dat. τυφῷ Ar.Lys.974 (anap.) (but later writers used the form τυφῶν, ῶνος, v. Τυφῶν 11.1):—whirlwind, typhoon, ll. cc., S.Ant.418.

Greek (Liddell-Scott)

Τῡφώς: -ῶ, ὁ, συνῃρ. ἀντὶ Τῠφωεύς, ὃ ἰδέ. ΙΙ. ὡς προσηγορ. τῡφώς. γεν. τυφῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 656, Ἱκέτ. 560, δοτ. τυφῷ Ἀριστοφ. Λυσ. 974 (ἀλλὰ μεταγενεστ. ἐχρῶντο τῷ τύπῳ τυφῶν, ῶνος, ἴδε ἐν λέξ. ΙΙ)· - μανιώδης ἀνεμοστρόβιλος ὁρμῶν ἀπὸ τῆς γῆς μετὰ δίνης κονιορτοῦ, θύελλα, ἴσως ἐπειδὴ ἐνομίζετο ὡς ἔργον τοῦ Τυφωέως, Ἀλκαῖ. 65, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ἀντ. 418.

French (Bailly abrégé)

ῶ (ὁ) :
acc. Τυφῶ;
c. Τυφῶν.

English (Slater)

Τῡφώς (-ώς, -ῶνος, -ῶνα.) a monster, buried by Zeus beneath Etna.
   1 Αἴτναν, ἶπον ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος ὀβρίμου (O. 4.7), cf. fr. 92. ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται θεῶν πολέμιος, Τυφὼς ἑκατοντακάρανος· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν ταί θ ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.16) Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (P. 8.16) ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. test., Porphyr., de abstin., 3. 16, e Theophrasto, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις fr. 91.

Greek Monolingual

-ῶ, ὁ, Α
βλ. Τυφωεύς.

Greek Monotonic

Τῡφώς: -ῶ, ὁ,
I. συνηρ. αντί Τῠφωεύς, βλ. ανωτ.
II. ως προσηγορ., τῡφώς, γεν. τυφῶ, δοτ. τυφῷ, ανεμοστρόβιλος, θύελλα, τυφώνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Τῡφώς: ῶ ὁ Pind., Aesch., Her. = Τυφῶν.