κοίρανος

From LSJ
Revision as of 07:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίρᾰνος Medium diacritics: κοίρανος Low diacritics: κοίρανος Capitals: ΚΟΙΡΑΝΟΣ
Transliteration A: koíranos Transliteration B: koiranos Transliteration C: koiranos Beta Code: koi/ranos

English (LSJ)

ὁ, poet. Noun (Boeot. for

   A king, AB1095), ruler, leader, commander,    1 in war or peace, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Il. 2.487; κοίρανε λαῶν 7.234; οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω, εἷς βασιλεύς 2.204.    2 generally, lord, master, Od.18.106, Pi.N.3.62, A.Ag.549, S.OC1287, E.Med.71, al.—Rare in fem., Orph.Fr.38.

German (Pape)

[Seite 1470] ὁ (mit κάρα, κάρανος, wie mit κῦρος verwandt, vgl. auch τύραννος), der Herrscher, Gebieter, Befehlshaber im Kriege; Il. mehrmals κοίρανε λαῶν, z. B. 7, 234; καὶ ἡγεμών 2, 487; – im Frieden, der rechtmäßige Fürst, neben βασιλεύς Il. 2, 204; Gebieter, Herr, ξείνων κοίρανος εἶναι Od. 18, 106; Pind. N. 3, 59; Aesch. Ag. 535; ὁ τῆσδε τῆς γῆς κοίρανος Soph. O. C. 1289; ähnlich ἄναξ κοίραν' Ἀθηνῶν 1756; öfter bei Eur. u. sp. D.; Orph. beim Schol. Ap. Rh. 3, 1 sagt auch von den Musen αἱ γὰρ ἔασι κοίρανοι, wie Luc. Tragodop. 174 τῆς κοιράνου. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κοίρᾰνος: ὁ, ποιητ. ὄνομα, κυβερνήτης, ἄρχων, ἀρχηγός· 1) ἐν πολέμῳ ἢ ἐν εἰρήνῃ, ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Ἰλ. Β. 487· κοίρανε λαῶν Η. 234· οὐκ ἀγαθὴ πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω εἷς βασιλεὺς Β. 204. 2) καθόλου, κύριος, δεσπότης, Ὀδ. Σ. 106. ― Ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 3. 108, Αἰσχύλ. Ἀγ. 549, Ο. Κ. 1287, 1759, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ. ― Σπαν. ἐν τῷ θηλ. γένει, Ὀρφ. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1. Πρβλ. Ebert Diss. Sicul. σ. 62. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε κῦρος.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, qqf ἡ)
1 chef militaire;
2 chef, souverain, roi;
3 en gén. seigneur, maître.
Étymologie: cf. κῦρος.

English (Autenrieth)

(cf. κῦρος): lord, ruler, master, Od. 18.106.

English (Slater)

κοίρᾰνος
   1 king κοίρανοςΜέμνων (N. 3.62)

Spanish

señor, soberano

Greek Monolingual

κοίρανος, ὁ, σπαν. και θηλ. (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αρχηγός σε πόλεμο ή σε ειρήνη («ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κύριος, δεσπότης, άρχονταςμηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών», Ομ. Οδ.)
3. (στους Βοιωτούς) ο βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοίρανος εμφανίζει θ. κοιρο- ή κοιρα- < κοῖρος ή κοῖρα, αντιστοίχως, που σχηματίστηκαν από την ΙΕ ρίζα koryo- «πόλεμος, στρατός» με επένθεση (πρβλ. γοτθ. harjis «στρατός», λιθουαν. karias, με την ίδια σημ., μέσο ιρλδ. cuire «ομάδα-στρατός»). Και τα δύο αυτά θέματα της λ. κοίρανος απαντούν σε σπάνια ανθρωπωνύμια, όπως είναι τα Κοιρό-μαχος και Κοιρά-τᾱς < Κοιρατᾱδᾶς. Το επίθημα -νος της λ. απαντά και σε λ. άλλων γλωσσών (όχι μόνο ινδοευρωπαϊκών), με γενική σημ. «κυρίαρχος» (πρβλ. λατ. dominus αλλά και αρχ. σκανδ. herjann).
ΠΑΡ. αρχ. κοιρανήος, κοιρανία, κοιρανίδης, κοιρανικός, κοιρανώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικοίρανος, παγκοίρανος, πολυκοίρανος.

Greek Monotonic

κοίρᾰνος: ὁ (κῦρος), κυβερνήτης, αρχηγός, άρχοντας, σε Όμηρ., Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

κοίρᾰνος: ὁ, редко ἡ повелитель, властитель (λαῶν, κ. καὶ ἡγεμών Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοίρανος -ου, ὁ heerser, bevelhebber, uitbr. meester:. ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι meester zijn over vreemdelingen en bedelaars Od. 18.106.