προσηγορία

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορία Medium diacritics: προσηγορία Low diacritics: προσηγορία Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: prosēgoría Transliteration B: prosēgoria Transliteration C: prosigoria Beta Code: proshgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98.    II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς π. ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr.HP3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος π. IG22.1110.    2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ π. ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.

German (Pape)

[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Ggstz des proprium, D. L. 7, 58.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action d’adresser la parole à, de saluer;
2 action d’appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῑαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῡ εὐς τὰ ὦτα δέξαι... ;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῑς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.

Greek Monotonic

προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσηγορία:1) дружеское обращение, приветливость (ἡ διὰ τῆς προσηγορίας φιλανθρωπία Diog. L.);
2) название, наименование Isocr., Dem.: ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arst. прозвище;
3) грам. (в отличие от ὄνομα) нарицательное имя (ἔστι π. μέρος λόγου σημαῖνον κοινὴν ποιότητα Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηγορία -ας, ἡ [προσήγορος] naam, benaming; ook van bijnaam; περιφέρων προσηγορίαν τὸν Κοριολανόν de bijnaam Coriolanus dragend Plut. Cor. 23.4; gramm. (zelfstandig) naamwoord.