Σιληνός

From LSJ
Revision as of 00:18, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῑληνός Medium diacritics: Σιληνός Low diacritics: Σιληνός Capitals: ΣΙΛΗΝΟΣ
Transliteration A: Silēnós Transliteration B: Silēnos Transliteration C: Silinos Beta Code: *silhno/s

English (LSJ)

ὁ, Silenus, companion of Dionysus, Pi.Fr.156 (s. v.l.), Hdt.7.26, 8.138, etc.; father of the Satyrs, E.Cyc.13,82,269: the older Satyrs were called Σιληνοί, h.Ven.262, D.S.3.72; but S. was distinguished by prophetic powers, Ael.VH3.18.    2 a figure of Silenus, used as a casket for precious pieces of sculpture, Pl.Smp. 215a, 215b. (Freq. written Σειλ-, but Σιλ- in early Inscrr., IG12.51 (v B.C.), Kretschmer Griech.Vaseninschr.p.132.)

Greek (Liddell-Scott)

Σιληνός: ὁ, ἴδε Σειληνός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
Silène, compagnon de Dionysos.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê thrace.

English (Slater)

Σῑληνός
   1 Silenos ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156, cf. fr. 157, Wil., Kl. Schr. iv. 26.

Greek Monolingual

και Σειληνός, ο, ΝΑ
πιστός σύντροφος του Διονύσου, πατέρας τών Σατύρων
αρχ.
(ως προοηγ.) σ(ε)ιληνός
ομοίωμα του Σιληνού που χρησίμευε ως θήκη πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῑς σειληνοῑς τούτοις τοῑς ἐν τοῑς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές σάτυρος. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. ζίλαι, ζειλα, ζελάς, ζήλας «κρασί». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. ΣιλFᾶνος (πρβλ. λατ. Silvānus < silva «δάσος»). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ., με σημ. «τριχωτός», πιθ. < σιλός (βλ. λ. σίλλος, πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα», ἀνάσιλλος «κόμμωση Σατύρων»)].

Greek Monotonic

Σιληνός: ὁ, μεταγεν. τύπος του Σειληνός.

Russian (Dvoretsky)

Σῑληνός: ὁ ион. = Σειληνός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Silenus, often in plur. as a des. of mythical creatures, that act as companions of nymphs and of Dionysos, and that are, like the centaurs, depicted with horselike characteristics (h.Ven. 262).
Other forms: Dor. Σιλανός.
Derivatives: σιλην-ώδης silenus-like, -ικός concerning the S. (Pl. Smp.; Chantraine Études 150). PN Σιλην-ός (-αν-ός), -ίων.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like the word σάτυρος (s. v. w. lit.) etymol. dark. Kretschmer Glotta 2, 398 reminds of a Thrac. word for wine, ζίλαι, ζειλα, ζελᾶς, ζήλας (H., Phot., Choerob., Hdn.; s. Lagercrantz IF 25, 363ff.). Diff. Solmsen and Lagercrantz, s. Kretschmer Glotta 4, 351ff. (rejecting). Not better Pisani Stud. itfilcl. N.S. 11, 224f. (from Thrac. *ΣιλϜανος = Lat. Silvānus); Grošelj Živa Ant. 1, 127 f. ("the hairy"; to σιλλοί [cod. -έα] τρίχωμα H.). -- On the formation also Detschew KZ 63, 229; on the meaning also Brommer Phil. 94, 222ff. -- Furnée 234 n. 27 gives more instances of σ\/ζ.