κελέοντες
English (LSJ)
ων, οἱ,
A = ἱστόποδες, the vertical beams in the upright loom, between which the web hung down, Ar.Fr.795, Antipho Fr.11, Theoc.18.34, Ant.Lib.10.2, cf. Paus.Gr.and Ael.Dion.Fr.228: sg., v. foreg.
German (Pape)
[Seite 1414] οἱ, die langen Bäume des Webstuhls, zwischen denen das Gewebe ausgespannt war, Theocr. 18, 34; vgl. ἱστόποδες; Harpocr. B. A. 271.
Greek (Liddell-Scott)
κελέοντες: -ων, οἱ, αἱ δοκοὶ τοῦ ὀρθίου ἱστοῦ τῶν ἀρχαίων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐτείνετο τὸ ὕφασμα· ὡσαύτως, τὰ καταπεπηγότα ἢ ὀρθὰ ξύλα, ἱστόποδες, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 628) παρ’ Ἡσυχ., Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Θεόκρ. 18. 34, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 884. 15·- ὁ ἑνικ. ἀναφέρεται παρὰ Φωτίῳ ἐν λέξει κελένδρυον, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κελένδρυνον.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
montants d’un métier à tisser vertical.
Étymologie: DELG pê apparenté à κολωνός.
Greek Monolingual
κελέοντες, οἱ (Α)
τα δοκάρια του όρθιου υφαντικού ιστού, του αργαλειού τών αρχαίων, ανάμεσα στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με μετοχή ενεστ. ενός αμάρτυρου κελέω, παρ. ενός επίσης αμάρτυρου κέλος. (πρβλ. αρχ. σλαβ. cělo «μέτωπο», πιθ. και κολοφών, κολωνός). Κατ' άλλη άποψη, είναι δάνεια λ.].
Greek Monotonic
κελέοντες: -ων, οἱ, τα δοκάρια του όρθιου ιστίου, μεταξύ των οποίων τεντωνόταν το πανί, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κελέοντες: οἱ брусья ткацкого станка (между которыми натягивалась ткань) Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελέοντες -ων, οἱ scheringdraden.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: the beams of the standing loom (Ar. Fr. 795, Antipho Fr. 11, Theoc., Ant. Lib.), after H. also = τὰ ὁπωσοῦν μακρὰ ξύλα, δοκοί, ἱστοί'.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perh. prop. as "the uprising" ptc. pres. of *κελέω, denomin. of *κέλος, formally = OCS čelo forehead with further connection with κολοφών, κολωνός, s. v. Frisk IF 49, 97f.; but see on these words. - Not with H. κελοί = ξύλα, cf. on κελεός. S. also 1. κέλωρ. - (Not here Celetrum town in western Macedonia (Liv. 31, 40; s. Frisk Symb. Oslo. 11, 64ff. with unacceptable suggestion on Κελένδερις, κελένδρυ(ν)ον)? See ἀμφικέλεμνον. Perhaps of Pre-Greek origin (technical term without etym.).