μηκάομαι

From LSJ
Revision as of 05:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκάομαι Medium diacritics: μηκάομαι Low diacritics: μηκάομαι Capitals: ΜΗΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mēkáomai Transliteration B: mēkaomai Transliteration C: mikaomai Beta Code: mhka/omai

English (LSJ)

pres. only late, Procop. Goth.2.17, cf. Phryn.PSp.59 B., Sch.Od.9.124: poet. aor. part. μᾰκών (v. infr.): pf. part. μεμηκώς; fem. μεμᾰκυῖα: impf., formed from pf.,

   A ἐμέμηκον Od.9.439:—bleat, of sheep, μυρίαι ἑστήκασιν... ἀζηχὲς μεμακυῖαι Il.4.435; θήλειαι δ' ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς Od.9.439 (used by Hom. of goats only in the Subst. μηκάς); of a hunted fawn or hare, scream, shriek, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς Il.10.362: part. μακών only in the phrase, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών fell shrieking to earth, of a wounded horse, stag, or boar, 16.469, Od. 10.163, 19.454; of a man, 18.98.—Onomatopoeic word.

German (Pape)

[Seite 171] (onomatopoetisch, wie μυκάομαι), perf. mit Präsensbdtg μέμηκα (partic. μεμηκώς, Il. 10, 362, fem. μεμακυῖα, 4, 435), u. davon ein impf. gebildet, μέμηκον, Od. 9, 439; auch zieht man hierher das part. aor. μακών; – blöken, von Schaafen, Il. 4, 435 Od. 9, 439; vom Geschrei des verfolgten Hirschkalbes u. des Hafen, quäken, Il. 10, 362; später gew. von Ziegen, meckern, μηκᾶται αἲξ καὶ ἔλαφος, B. A. 33, 8; Anth.; Philostr. – Das partic. μακών findet sich nur in der Verbindung κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, nieder stürzte er in den Staub schreiend, Od. 18, 98, vom verwundeten Pferde, Hirsche, Eber, Il. 16, 469 Od. 10, 163. 19, 454, nach den alten Erkl. ἄσημον ἦχον ἀποτελέσας; Andere leiten es von μῆκος ab, εἰς μῆκος ἐκταθείς, der Länge nach, unrichtig.

Greek (Liddell-Scott)

μηκάομαι: ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι εἶναι ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. μεμηκώς, θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ παρατατικός τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., ἐμέμηκον. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ βληχάομαι, κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, ἐκπέμπω ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι μακών, ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε μυκάομαι ἐν τέλ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
pf.2 au sens d’un prés., part. μεμηκώς, fém. μεμακυῖα ; pqp. au sens d’un impf. ἐμέμηκον;
1 bêler;
2 au part. ao.2 μακών, qui pousse un cri semblable à un bêlement.
Étymologie: R. Μηκ, pousser un cri.

English (Autenrieth)

aor. part. μακών, perf., w. pres. signif., μεμηκώς, μεμακυῖαι, ipf., formed on perf. stem., (ἐ)μέμηκον: of sheep, bleat; of wounded animals, or game hard-pressed, cry, shriek, Il. 10.362; once of a man, Od. 18.98.

Greek Monotonic

μηκάομαι: αποθ. με μτχ. Ενεργ. αόρ. βʹ μᾰκών, παρακ. μεμηκώς, θηλ. μεμᾰκυῖα· και παρατ. (σχηματισμένος από παρακ.) ἐμέμηκον· βελάζω, λέγεται για πρόβατα, σε Όμηρ.· λέγεται για κυνηγημένο νεαρό ελάφι ή λαγό, φωνάζω, στριγγλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πληγωμένο άλογο, στο ίδ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

μηκάομαι: (impf. ἐμέμηκον, pf. со знач. praes. μέμηκα, aor. 2 ἔμᾰκον; part. pf. μεμηκώς - f μεμᾰκυῖα, part. aor. 2 μᾰκών)
1) блеять (ὥστ᾽ ὄϊες μεμακυῖαι Hom.);
2) реветь: μακών Hom. взревев (от боли).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: meckern, bleat, of sheep, also of a hare and of a horse, in the formular verse κὰδ' δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, of a deer, boar, also of a man (Phryn. PS, Procop., sch., H.)
Other forms: μηκάζω (Nic.), perf. μέμηκα only in pret. ἐμέμηκον (ι 439), and in ptc. μεμηκώς (K 362), f. μεμακυῖαι (Δ 435), aor. ptc. μακών (P469, κ163).
Derivatives: Here, after κεμάς and other animal names (cf. Risch $ 52 b; not from the late μηκάομαι), μηκάς f. bleating, in Hom. only in plur. of αἶγες, later (S., E.) also of ἄρνες and subst. = αἴξ. Late derivv.: μηκ-ασμός (Plu., Poll.), -ηθμός (Opp.), (Ael., Sch.) bleating, -ητικός bleating (sch.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations] *mek- bleat
Etymology: The pair μέμηκα: μακεῖν (μακών) agrees with λέληκα : λακεῖν (with comparable meaning), κέκραγα : κραγεῖν a.o.; to an old intensive perfect and an also old thematic aorist several presents were created: μηκάζω, -άομαι, λάσκω, κράζω etc.; cf. Schwyzer 683, 722 n. 2, 748, 770 a. 777, for Hom. Chantraine Gramm. hom. 1, 389; 426; 438, on μακών also Leumann Hom. Wörter 235 n. 31. -- Onomatopoetic formation, starting from the sound-imitation μη () and with many partly genetic, partly elementary cognate agreements, e.g. MHG meckatzen 'bleat', mecke he-goat, Lith. mekčióti, mekénti id., Lat. miccīre id., Skt. (lex.) meka- m. he-goat, Arm. mak'i sheep. -- WP. 2, 256, Pok. 715f., W.-Hofmann a. Fraenkel s. vv. - The relation μη-\/μα- cannot be of IE date; so it must be analogical. Pok. 715 posits *mek- which cannot explain the Greek forms.