ὀρεσκῷος

From LSJ
Revision as of 14:30, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεσκῷος Medium diacritics: ὀρεσκῷος Low diacritics: ορεσκώος Capitals: ΟΡΕΣΚΩΟΣ
Transliteration A: oreskō̂ios Transliteration B: oreskōos Transliteration C: oreskoos Beta Code: o)reskw=|os

English (LSJ)

ον, (ὄρος, κεῖμαι)

   A lying on mountains, mountain-bred, wild, of the Centaurs, Φῆρες Il.1.268 ; Κένταυροι Hes.Fr.79.5 ; αἶγες Od.9.155 :—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, A.Th.532, E.Hipp.1277 (lyr.), Cyc.247 ; also in Archil. ap. Lex.Mess.p.409.

German (Pape)

[Seite 372] wie ὀρεσίκοιτος (von κεῖμαι), in den Bergen sein Lager habend, im Gebirge hausend; ἐμάχοντο φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, Il. 1, 268, mit den Kentauren; αἶγες, Od. 9, 155; verschiedene Erklärungen der Alten s. beim Schol. zu der ersten Stelle u. Strab. VIII, 367; σκύλακες, Eur. Hipp. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσκῷος: -ον, (ὄρος, κεῖμαι) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἀνατραφείς, ὀρεινός, ἄγριος, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Φῆρες Ἰλ. Α. 268, ἔνθα ἴδε Heyne· Κένταυροι Ἡσ. Ἀποσπ. 31. 5· αἶγες Ὀδ. Ι. 155· - ὁ παρὰ τραγικ. τύπος εἶναι ὀρέσκοος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 532, Εὐρ. Ἱππ. 1277, Κύκλ. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a son gîte ou qui réside dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.

Greek Monolingual

ὀρεσκῷος και ὀρεσκόος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, βουνήσιος
2. (ειδ. για τους κενταύρους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό ὀρεσ- (< ὄρος [II], πρβλ. ὀρέσβιος), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. κεῖμαι «βρίσκομαι, είμαι ξαπλωμένος». Το μακρό φωνήεν - του β' συνθετικού -κῷος (αντί ενός αναμενόμενου -κοῖος), το οποίο οφείλεται κατά μία άποψη σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].

Greek Monotonic

ὀρεσκῷος: -ον (κεῖμαι), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., ὀρέσκοος, -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.