γεωργέω
English (LSJ)
A to be a husbandman, farmer, Pl.Lg.805e, X.Oec.14.2, etc.; γ. ἐν τῇ γῇ And. 1.92; ἐν τῇ Νάξῳ Pl.Euthphr.4c, etc.; γεωργεῖς ἐκ τούτων you have become a landed proprietor by these means (i. e. the fruits of treason), D.19.314: c. acc. cogn., γεωργίαν ζῶσαν γ. of pastoral nomads, Arist.Pol.1256a35:—Med., οἱ γεωργούμενοι Aristeas 112. II c. acc., till, plough, cultivate, πολλήν (sc. γῆν) Ar.Ec.592; τὰς ἄλλας [νήσους] Th.3.88; γεωργῶν τὰ ἐκείνων D.18.41:—Pass., of land, IG9(1).61 (Daulis); χώρας γεγεωργημένης καὶ γεωργηθησομένης SIG685.80 (Crete); τὰ γεωργούμενα φυτά Arist. Pr.896a10. 2 generally, cultivate, ἐλαίαν Gp.9.2.6: hence, γ. ἔλαιον, οἶνον, produce it, D.C.49.36, cf. IG22.1100; τοῦ γεωργουμένου οἴνου Gp.6.7.2. 3 metaph., work at a thing, practise or exploit it, D.25.82; φιλίαν Plu.2.776b; τέχνην Hld.6.6; τὸν ἱππόδρομον Lib.Or.35.13; cultivate, ψυχὰς δόγμασι Ph.2.348. 4 of a river, fertilize, Philostr.Im.1.11, Ep.59, Hld.2.28.
German (Pape)
[Seite 488] das Land bcarbeiten, bebauen; absol., Plat. Legg. VII, 805 e; ἐν τῇ Νάξῳ Euth. 4 c; ἐν τῇ γῇ Andoc. 1, 92; Xen. Oec. 14, 2, öfter; Lys. 7, 10; Dem. u. a. Sp.; γῆν Plat. Theag. 121 b; πολλήν, sc. γῆν, Ar. Eccl. 592; Plat. Eryx. 392 d u. Sp.; τινί, für Jemanden, Xen. Hell. 6, 2, 25. Allgemeiner, ἐλαίαν, οἶνον, pflanzen, bauen, Geop.; Νεῖλος γεωργεῖ τὰς ἀρούρας, bestellt, d. i. befruchtet, Hel. 2, 28; übertr., τέχνην, φιλίαν u. ähnl., Plut. u. Sp.; λίμνην, Fische in einem Teiche ziehen, Antiphan. Ath. VII. 304 a; Dem. ταῦτα γεωργεῖ, ταῦτα ἐργάζεται 25, 82, das betreibt er; ἔκ τινος, Erwerb aus etwas ziehen, 19, 313.
Greek (Liddell-Scott)
γεωργέω: εἶμαι γεωργός, καλλιεργῶ τὴν γῆν, διατηρῶ κτῆμα ἀγροτικόν, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. κτλ.· γ. ἐν τόπῳ Ἀνδοκ. 12. 28,
Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, κτλ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., γεωργίαν γ., ἀσκῶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 8. 7· τὸ ἔλαιον γ., παράγω, ἐξάγω ἔλαιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 2. ΙΙ. μ. αἰτ., καλλιεργῶ, ἀροτριῶ, περιοποιοῦμαι, γῆν, ἀγρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 592, Θουκ. 3. 88, κ. ἀλλ.· γεωργῶν τὰ ἐκείνων Δημ. 239. 28· ἐπὶ ποταμοῦ ἢ κοπρίσεως, καθιστῶ τὴν γῆν γόνιμον, Ἡλιόδ. 2. 28·―παθ., ἐπὶ ξηρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732. 39· τὰ γεωργούμενα φυτὰ Ἀριστ. Προβλ. 10. 45. 2) καθόλου, περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ, ἐλαίας Γεωπ. 9. 2· ἐντεῦθεν, γ. ἔλαιον, οἶνον, παράγω, Δίων Κ. 49. 36. 3) ἐργάζομαι εἴς τι, ἀσκῶ αὐτό, Λατ. agirate, Δημ. 794. 22· φιλίαν Πλούτ. 2. 776Β· γ. ἔκ τινος, λαμβάνω ὠφέλειαν ἔκ τινος, ζῶ δι᾿ αὐτοῦ, Δημ. 442. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. γεωργήσω;
1 abs. être cultivateur, laboureur ou fermier;
2 tr. cultiver, labourer, acc. ; fig. cultiver : φιλίαν PLUT l’amitié.
Étymologie: γεωργός.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): beoc. γαϝεργέω BCH 60.1936.182.11 (Tespias III a.C.); tes. γαοργέω IG 9(2).1229.16 (Falana II a.C.)
I intr.
1 trabajar, cultivar la tierra, ser agricultor γεωργεῖν τε καὶ βουκολεῖν Pl.Lg.805e, γεωργεῖν ἢ σπείρειν Artem.1.51
•en v. med. mismo sent. οἱ γεωργούμενοι los agricultores Aristeas 112
•c. dif. determ.: c. ac. temp. γαϝεργείσι Ϝέτε[α Ϝίκα] τι BCH l.c., τὸν χειμῶνα γεωργεῖν I.AI 5.212, c. giro prep. τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων And.Myst.92, cf. Pl.Euthphr.4c, IG l.c., τὸ διὰ τῆς τούτου ἐπιμελείας γεωργεῖν labrar la tierra bajo su dirección X.Oec.14.2.
2 ser agricultor, poseer tierras de labor γεωργεῖς ἐκ τούτων gracias a esos hechos vives de la agricultura D.19.314.
II tr.
1 c. suj. de pers. cultivar, trabajar, labrar c. ac. int. γεωργεῖν ... πολλήν cultivar una gran extensión Ar.Ec.592, τὰς δὲ ἄλλας ... γεωργοῦσι, Διδύμην καὶ Στρογγύλην καὶ Ἱεράν Th.3.88, τὰ ἐκείνων D.18.41, τὴν χώραν Samo.p.40.20 (III a.C.), τὴν γῆν LXX 1Es.4.6, 1Ma.14.8, γῆν βασιλικήν PLille 8.3 (III a.C.), cf. PLugd.Bat.22.11.18 (II a.C.), (ἀρούρας) POxy.3288.2 (III d.C.), ὥσπερ γεωργίαν ζῶσαν γεωργοῦντες como si practicaran una agricultura viviente ref. al pastoreo, Arist.Pol.1256a35
•en v. med. mismo sent. γεωργεῖσθαι ὑπὲρ δέκα σφύρας IG 9(1).61.39 (Dáulide II d.C.), γεωργεῖσθαι ... τὴν χώραν Corn.ND 16
•en v. pas. φυτά γεωργούμενα plantas cultivadas op. ἄγρια Arist.Pr.896a10, κατὰ χώρας γεγεωργημένης τε καὶ γεωργηθησομένης ICr.3.4.9.80 (Itanos II a.C.), cf. Ep.Hebr.6.7, Olymp.in Alc.173.5, τὰ γεωργούμενα los cultivos Olymp.in Grg.3.2
•c. ac. compl. dir. ὄξος ὃ ἐγεώργησας Melit.Pasch.93, γεωργεῖν τὴν ἐλαίαν Gp.9.2.6
•fig. cultivar φιλίαν Plu.2.776b, τὴν τέχνην Hld.6.6.3, τὸν ἱππόδρομον Lib.Or.35.13, τὰς ψυχὰς δόγμασι Ph.2.348, peyor. ταῦτα γεωργεῖ esas cosas (procesos, juicios, acusaciones) cultiva D.25.82.
2 c. suj. de ríos fertilizar, fecundar ὁ Νεῖλος ... τὰς ἀρούρας Hld.2.28.4, metáf. en cont. erót. τίς γὰρ οὕτω τυφλὸς ποταμὸς ὡς σὴν γῆν μὴ γεωργεῖν; ¿qué río sería tan ciego para no fertilizar tu tierra? Philostr.Ep.59, cf. Im.1.11.5.
3 c. suj. de países producir ἔλαιον IG 22.1100.2 (II d.C.), οἶνον D.C.49.36.2
•en v. pas. γεωργούμενος οἶνος Gp.6.7.2.
English (Strong)
from γεωργός; to till (the soil): dress.
English (Thayer)
γεωργῷ: (present passive γεωργοῦμαι); (γεωργός, which see); to practise agriculture, to till the ground: τήν γῆν (Plato, Theag., p. 121b.; Eryx., p. 392d.; (others); 1Esdr. 4:6; Hebrews 6:7.
Greek Monotonic
γεωργέω: (γεωργός), μέλ. -ήσω,
I. είμαι αγρότης, γεωργός, καλλιεργητής, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
II. 1. με αιτ., καλλιεργώ, οργώνω, αροτριώ, σε Θουκ., Δημ.
2. μεταφ., εργάζομαι σε κάτι, ασκώ κάτι, Λατ. agitare, στον ίδ.· γεωργέω ἔκ τινος, αποκομίζω κέρδη από κάτι, ζω από αυτό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γεωργέω:
1) заниматься земледелием, быть земледельцем Lys., Xen., Plat., Arst., Dem.: οἱ γεωργοῦντες Arst. земледельцы;
2) с.-х. возделывать, обрабатывать (νήσους Thuc.; ἀγρόν Arph.; γῆν Plat., Arst.): γεωργίαν γ. Arst. заниматься земледелием;
3) выращивать, разводить (γεωργούμενα φυτά Arst.);
4) делать, творить: γ. φιλίαν Plut. иметь друзей, дружить, хранить святость дружбы; ταῦτα γεωργεῖ Dem. вот чем он занимается;
5) извлекать пользу (ἔκ τινος Dem.).