καταριθμέω

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰριθμέω Medium diacritics: καταριθμέω Low diacritics: καταριθμέω Capitals: ΚΑΤΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: katarithméō Transliteration B: katarithmeō Transliteration C: katarithmeo Beta Code: katariqme/w

English (LSJ)

   A count or reckon among, μετά τινων E.Tr.872 (Pass.); ἔν τισι Pl.Plt.266a, cf. D.S.4.85, Plu.Sol.12; εἰς εὐδαιμονίαν κ. reckon as... Ath.1.9d: c. dupl. acc., Pl.Sph.266e:—Pass., Arist.Pol. 1329a27; μετά τινων ib.1293b26; ἔν τισι Act.Ap.1.17, Phld.Rh.1.239 S.    2 recount in detail, τὴν ἀτοπίαν σου Pl.Smp.215a:—Med., recount, enumerate, Id.Phlb.27b, Grg.451e, Isoc.1.11; τι πρός τινα Aeschin.3.54: pf. Pass. in med. sense, τὰς τῶν πολλῶν κατηριθμημένοι δόξας having summed up . ., Arist.Top.101a31:—Pass., Phld. Ir.p.78 W.; τὰ συμβεβηκότα -ηρίθμηται S.E.M.7.281.    3 Med., count or reckon so and so, εὐδαιμονέστατον κ. τινά Pl.Phlb.47b; ἐν ἀδικήματι κ. τὴν πρᾶξιν Plb.5.67.5.    II abs., count, reckon, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα κ.; Arist.Pr.910b24.

German (Pape)

[Seite 1374] aufzählen, herzählen; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα Eur. Tr. 872; Plat. Soph. 226 e u. öfter; Isocr. 1, 11 u. Folgde. – Auch med., Plat. Phil. 27 c; so κατηρίθμηται S. Emp. adv. log. 1, 281; τὴν πρᾶξιν ἐν ἀδικήματι, für eine Ungerechtigkeit halten, Pol. 5, 67, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰριθμέω: μετρῶ, ὑπολογίζω, μεταξύ…, μετά τινων Εὐρ. Τρῳ. 872· ἔν τισι Πλάτ. Πολιτικ. 266Α, πρβλ. Διόδ. 4. 85, Πλουτ. Σόλ. 12.- Παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 1., 7. 9, 8, κ. ἀλλ. 2) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τὴν ἀτοπίαν σου Πλάτ. Συμπ. 215Α· κ. τινί τι, γράφω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 266Ε·- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀφηγοῦμαι, ἐκθέτω, ἀριθμῶ, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 27Β, ἐν ᾧ καταριθμοῦνται ᾄδοντες Γοργ. 451· εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα Ἰσοκρ. 4Α· τι πρός τινα Αἰσχίν. 61. 16 καὶ 25· καὶ ὁ Ἀριστ. μεταχειρίζεται παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κατηριθμημένοι τῶν πολλῶν δόξας, μετρήσαντες, συγκεφαλαιώσαντες, Τοπ. 1. 2, 1. 3) ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, θεωρῶ, «λογαριάζω», εὐδαιμονέστατον κ. τινα Πλάτ. Φίληβ. 47Β· τὴν πρᾶξιν κ. ἐν ἀδικήματι Πολύβ. 5. 67, 5. ΙΙ. ἀπολ., λογαριάζω, μετρῶ, κάμνω λογαριασμόν, διὰ τί πάντες ἄνθρωποι εἰς τὰ δέκα καταριθμοῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 15. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
regarder comme : τινα ou τι ἐν τινι mettre qqn ou qch au nombre de;
Moy. καταριθμέομαι-οῦμαι faire le compte de, dénombrer, énumérer.
Étymologie: κατά, ἀριθμέω.

English (Strong)

from κατά and ἀριθμέω; to reckon among: number with.

English (Thayer)

. καταρίθμω: to number with: perfect passive participle κατηριθμημένος ἐν (for σύν) ἡμῖν, was numbered among us, Plato, politicus 266a. etc.).

Greek Monotonic

κατᾰριθμέω: μέλ. -ήσω,
1. μετρώ ή υπολογίζω ανάμεσα σε άλλα, σε Ευρ., Πλάτ.
2. διηγούμαι με λεπτομέρεια, σε Πλάτ. — Μέσ., θεωρώ, λογαριάζω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰριθμέω:
1) считать, сосчитывать: κ. εἰς τὰ δέκα Arst. считать десятками;
2) med. пересчитывать (по одиночке), перечислять (τὰς πράξεις τινός Isocr.; τὰς μάχας Plut.);
3) тж. med. причислять, относить (τινα μετά τινων Eur., Arst.; τινα ἔν τισι Plat.; κατηριθμημένος σὺν ἡμῖν NT): τὶ ἐν ἀδικήματι καταριθμεῖσθαι Polyb. считать что-л. несправедливостью; εὐδαιμονέστατον καταριθμεῖσθαί τινα Plat. считать кого-л. величайшим счастливцем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αριθμέω, ook med. tot iets rekenen, met ἐν + dat.:; κατηριθμημένος ἦν ἡμῖν hij (Judas) werd tot onze groep gerekend NT Act. Ap. 1.17; met μετά + gen.:; κατηρίθμηται Τρῳάδων ἄλλων μέτα zij (Helena) hoort gewoon bij de andere Trojaanse vrouwen Eur. Tr. 872; beschouwen als, met dubbele acc.: εὐδαιμονέστατον κ. τινα iemand als de gelukkigste beschouwen Plat. Phlb. 47b. opsommen:. τὴν ἀτοπίαν σου jouw eigenaardigheden Plat. Smp. 215a.