ἀκηδής

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκηδής Medium diacritics: ἀκηδής Low diacritics: ακηδής Capitals: ΑΚΗΔΗΣ
Transliteration A: akēdḗs Transliteration B: akēdēs Transliteration C: akidis Beta Code: a)khdh/s

English (LSJ)

ές,    I Pass., uncared for: esp. unburied, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀ. Il.24.554; ἢ αὔτως κεῖται ἀ. Od.20.130; σώμοτ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. 6.26, 19.18.Adv. -ῶς Suid.    II Act., without care or sorrow, Il.24.526, Hes.Th.489, AP11.42 (Crin.).    2 carcless, heedless, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν Od.17.319, cf. Il.21.123: c.gen., taking no thought for, φίλων S.Fr. 208.10; παίδων Pl.Lg.913c.    III (κήδω harm harmless, Opp.H. 1.611, 2.648, cf. Epic. ap. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηδής: -ές, Ι. παθ., περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀκήδευτος, ἄταφος, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀκ., Ἰλ. Ω. 554· ἢ αὔτως κεῖται ἀκ., Ὀδ. Υ. 130· σώματ’ ἀκηδέα κεῖται, Ὀδ. Ω. 187· πρβλ. Ζ. 26., Τ. 18. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ φροντίδων ἢ θλίψεων, Λατ. securus, αἷμ’ ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες, Ἰλ. Φ. 123· πρβλ. Ω. 526, Ἡσ. Θ. 489, Ἀνθ. Π. 11.42. 2) ἄφροντις, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέως οὐ κομέουσιν, Ὀδ. Ρ. 319· μὴ φροντίζων περί τινος, παίδων, Πλάτ. Νόμ. 913C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 exempt de souci;
2 négligent;
II. négligé, abandonné, particul. abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κῆδος.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): uncaring, unfeeling, Il. 21.123, Od. 17.319; free from care, Il. 24.526; pass neglected, esp. ‘unburied.’

Spanish (DGE)

-ές
I 1descuidado εἵματα Od.6.26, ἔντεα Od.19.18, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής; ¿o acaso queda ahí sin atender?, Od.20.130
de un cadáver del que nadie se cuida, insepulto Ἕκτωρ κεῖται ... ἀ. Il.24.554, σώματ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. Ael.VH 12.64
sin honrar con exequias οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες Il.21.123
despreciado ἀκηδέα κύμβαλα ῥίψας Nonn.D.21.192.
2 que no se cuida, que no se preocupa οἱ θεοί Il.24.526, de Zeus υἱὸς ἀνίκητος καὶ ἀ. Hes.Th.489
sin miedo Call.Dian.62, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες con un ánimo sin penas, despreocupado Hes.Th.61, Op.112, cf. AP 11.42 (Crin.)
negligente, dejado, descuidado γυναῖκες Od.17.319
c. gen. ὃς δ' ἂν παίδων τε ἀκηδὴς γένηται el que se despreocupe de los hijos Pl.Lg.913c, φίλων S.Fr.208.10, τιμῆς A.R.3.597.
3 seguro σὺ δ' ἀκηδέα μήδεο νόστον A.R.4.822
firme, inexpugnable, inviolable ἄστυ Πριάμοιο Q.S.10.357, οἰκία h.Ap.78
inocuo δελφῖνες Opp.H.1.611, cf. 2.648, ἀ. τινί Babr.Dact.8.
II adv. -ῶς sin sepultura Sud.

Greek Monolingual

ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].

Greek Monotonic

ἀκηδής: -ές (κῆδος
I. Παθ. αφρόντιστος, άταφος, σε Όμηρ.
II. Ενεργ., άνευ φροντίδων ή θλίψεων, αδιάφορος, αμελής, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηδής: 1) беспечный, беззаботный, свободный от забот (θεοί Hom.; θυμός Hes.; ἀ. τινος Hom., Plut.);
2) брошенный без попечения, оставленный без внимания (ξεῖνος, ἔντεα πατρός Hom.);
3) оставленный без погребения (σώματα, Ἓκτωρ Hom.).

Middle Liddell

κῆδος
I. pass. uncared for, unburied, Hom.
II. act. without care or sorrow, careless, heedless, Hom.