καραδοκέω
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
A wait for the outcome of, κ. τὴν μάχην, τὸν πόιεμον τῇ πεσέεται, wait to see how the battle will end, Hdt.7.163,168; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται Id.8.67; τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται E.Med.1117; ἀδήλους ἐλπίδας Trag.Adesp.16; τἀνθένδε E.Heracl.279; ἀγῶνας Id.Hel.739; κ. ὅταν στράτευμα . . ἐξιῇ κάλως Id.Tr.93: simply, wait for, αὔραν ἱστίοις κ. ib.456(troch.); παρουσίαν τινός Id.IA1432; τἀπιόντα τραύματα Id.IT313, etc.; τὰ προσταχθησόμενα X.Mem.3.5.6: freq. in later Prose, κ. τὸν καιρόν Plb.1.33.11, al.; τὸ μέλλον Cic.Att.9.10.8; τινα Zos.3.15, PMasp.2.2 (vi A.D.); also κ. εἴς τινα look expectantly at one, Ar.Eq.663.
German (Pape)
[Seite 1325] eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει ὅταν στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προσδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ πάλιν, Equ. 661, sah auf mich.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρᾱδοκέω: κυρίως, ἀναμένω μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, περιμένω μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. ὅταν στράτευμα.. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. αὐτόθι 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - ὡσαύτως, κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ πάλιν, ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tendre la tête pour observer ou pour écouter : τι écouter qch le cou tendu, observer ou épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; avec un relat. : κ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.
Étymologie: κάρα, δέχομαι.
Greek Monotonic
κᾰρᾱδοκέω: μέλ. -ήσω, παρατηρώ έχοντας τεντωμένο το κεφάλι, δηλ. παρατηρώ με προσοχή ή αγωνία, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, κ. εἴς τινα, αποβλέπω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱδοκέω: с пристальным вниманием высматривать, напряженно выжидать: κ. τὸν πόλεμον τῇ πεσέεται Her. выжидать, чем кончится война; αὔραν ἱστίοις καραδοκῶν Eur. выжидая ветра для парусов, т. е. попутного ветра; κ. τἀπιόντα τραύματα Eur. внимательно следить за наносимыми ударами, т. е. бдительно отражать их; κ. εἴς τινα Arph. обратить свои взоры на кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καραδοκέω [κάρα, δέχομαι] Ion. ptc. καραδοκέοντες, imperf. ἐκαραδόκεον afwachten, in spanning wachten:; καραδοκεῖν τὴν μάχην τῇ πεσέεται afwachten hoe de strijd zou aflopen Hdt. 7.163.2; ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ ’ ἡ βουλή de raad keek afwachtend naar mij Aristoph. Eq. 663; wachten op:. σιγῶσι καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα zij wachtten in stilte op de komende bevelen Xen. Mem. 3.5.6.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: await the ending of something (μάχη, πόλεμος etc.), wait for something, take care (Hdt. [Atticism?; cf. Wackernagel Unt. 3 n. 1 ], E., Ar., X., Plb.).
Compounds: also with ἀπο-, δια-
Derivatives: (ἀπο-)καραδοκία eager expectation (Aq., Ep. Rom., Ep. Phil.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to tradit. assumption prop. with head put out (mit vorgestrecktem Kopfe look at something', "what is neither factually nor formally quite convincing"; after δωρο-, ξενο-δοκέω etc. (ὁδοι-δοκέω after ὁδοι-πορέω), one would expect for καρα- rather object-function. On the use of καραδοκέω cf. Aly Glotta 15, 104f.
Middle Liddell
κᾰρᾱ-δοκέω, fut. -ήσω
to watch with outstretched head, i. e. to watch eagerly or anxiously, Hdt., Eur., Xen.: —also, κ. εἴς τινα to look eagerly at one, Ar.