ἀτιμάω

From LSJ
Revision as of 15:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμάω Medium diacritics: ἀτιμάω Low diacritics: ατιμάω Capitals: ΑΤΙΜΑΩ
Transliteration A: atimáō Transliteration B: atimaō Transliteration C: atimao Beta Code: a)tima/w

English (LSJ)

Ep. impf. ἀτίμων: fut. ἀτιμήσω: aor. ἠτίμησα: pf.

   A ἠτίμηκα Gal.1.10:—Pass., aor. -ήθην Id.5.44:—used by Hom. for ἀτιμάζω, dishonour, disdain, σὲ δ' ἀτιμᾷ Od.16.307; ὃν τότ' ἀτίμα 21.99; τὸν πάντες ἀτίμων 23.28; τὸν Χρύσην ἠτίμασεν Il.1.11, cf. 94, al.; νῦν δέ σ' ἀτιμήσουσι 8.163, cf. Hes.Op.185; used once by Pi. in Dor. aor. ἠτίμᾱσα, P.9.80; once by S. in imper. ἀτίμα, Aj. 1129; ἀτιμῶσι v.l. for -οῦσι in X.Ath.1.14; also in later Ep., Call. Dian.260, Mosch.4.6, Nonn.D.17.313, al.; and in later Prose, Gal. l.c.

German (Pape)

[Seite 386] (τιμή), = ἀτιμάζω, verachten, beschimpfen, Il. 1, 11, durch Abschlagen einer Bitte; ξεῖνον Od. 14, 57. Auch Pind. P. 9, 83. Bei den Tragg. nur Soph. Ai. 1108 μὴ νῦν ἀτίμα θεούς. Bei Xen. Ath. 1, 14 ist für ἀτιμῶσι – ἀτιμοῦσι zu schreiben; ἀτιμήσαντες Plut. non posse 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμάω: Ἐπ. παρατ. ἀτίμων: μέλλ. ἀτιμήσω: ἀόρ. ἠτίμησα: πρκμ. ἠτίμηκα καὶ ἀόρ. παθ. -ήθην (μόνον παρὰ Γαλην.): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ τοῦ ἀτιμάζω, ἀτιμάζω, δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, σὲ δ’ ἀτιμᾷ Ὀδ. Π. 307· ὃν τότ’ ἀτίμα Φ. 99· τὸν πάντες ἀτίμων Ψ. 28· τὸν Χρύσην ἠτίμησε Ἰλ. Α. 11, πρβλ. 94, κτλ.· νῦν δέ σ’ ἀτιμήσουσι Θ. 163, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 185· εὕρηται ἅπαξ παρὰ Πινδ. κατὰ Δωρ. ἀόρ. ἠτίμᾱσα Π. 9. 139· ἅπαξ παρὰ Σοφ. κατὰ προστ. ἀτίμα Αἴ. 1129· καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα πεζοῖς, διότι τὸ ἐν Ξν. Ἀθην. Πολ. 1, 14 ἀτιμῶσι διωρθώθη ἤδη εἰς ἀτιμοῦσι (ἐκ τοῦ ἀτιμόω), πρβλ. ἀτιμητέον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀτιμήσω, ao. ἠτίμησα, pf. ἠτίμηκα;
Pass. seul. ao. réc. ἠτιμήθην;
mépriser, traiter avec mépris, acc..
Étymologie: ἄτιμος.

English (Slater)

ᾰτῑμάω
   1 disregard ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν (= καιρὸν) ἑπτάπυλοι Θῆβαι (P. 9.80)

Spanish (DGE)

(ἀτῑμάω)
• Prosodia: [-μᾱ-]

• Morfología: [dór. part. aor. ἀτιμάσαντα Pi.P.9.80]
despreciar, menospreciar a pers. de especial respeto ἀρητῆρα (Crises) Il.1.94, a Aquiles por parte de Agamenón Il.1.356, 507, 2.240, a Ulises disfrazado με Od.16.274, cf. 307, τὸν δέ τ' ἀρείον' Od.20.133, ξεῖνον Od.14.57, γηράσκοντας ... τοκῆας Hes.Op.185, τοὺς χρηστούς X.Ath.1.14, αὑτοὺς μόνους ἠτιμήκασιν Gal.Adhort.6, με θεοὶ ... ἠτίμησαν Mosch.4.6
a los dioses οὐκ ἄν τίς σε κατὰ πρώτιστον ὀπωπὴν εἶδος ἀτιμήσασα δόμων ἀπονοσφίσσειεν de Deméter disfrazada h.Cer.158, μὴ νῦν ἀτίμα θεούς no menosprecies ahora a los dioses S.Ai.1129, τὴν Ἄρτεμιν Call.Dian.260, Ἀφροδίτην Colluth.139
en el amor, Philostr.Ep.28
palabras y obras μῦθον Il.9.62, 14.127, ὅτι παλαιοτέραν νέοις ὕμνοις μοῦσαν ἀτιμῶ Tim.15.212, ἔργον ... μάχης Il.6.522, cf. Pi.P.l.c.
lugares y atributos divinos νῆσον de Delos h.Ap.72, ποτὸν ... Διονύσου Nonn.D.46.70, cf. 31.69, 27.286.

English (Thayer)

(ἀτιμόω) ἀτίμω: (perfect passive participle ἠτιμωμένος); (ἄτιμος); from Aeschylus down; to dishonor, mark with disgrace: R G, see ἀτιμάω (and ἀτιμάζω).

Greek Monotonic

ἀτῑμάω: Επικ. παρατ. ἀτίμων, μέλ. ἀτιμήσω, αόρ. αʹ ἠτίμησα· (ἄτιμοςατιμάζω, διαφθείρω, μεταχειρίζομαι άσχημα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμάω: Hom., Hes., Pind., Soph., Isocr., Plut. = ἀτιμάζω 1.

Middle Liddell

ἄτιμος
to dishonour, treat lightly, Hom.